Κλείνοντας για φέτος τη λυρική σεζόν, η όπερα της Λιμόζ παρουσίασε το γνωστό έργο του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο Οι Παλιάτσοι (Pagliacci). Πρόκειται για μια προσπάθεια ερμηνείας αυτού του έργου η οποία έχει έντονα σημεία ανανέωσης και επαναπροσδιορισμού της όπερας στην εποχή μας.
Με αυτό τον τρόπο, το λυρικό θέατρο αυτής της πόλης επανέλαβε τη βούληση να κάνει προσιτή την όπερα στο πλατύ κοινό και ιδίως στους νέους οι οποίοι έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Έτσι, η λυρική σκηνή της πόλης, σεβόμενη μεν τις αξίες που φέρει αυτό το έργο καθώς δε και τη μουσική αισθητική, συμβάλλει στη προσαρμογή του στο ύφος και σε αξίες της εποχής μας.
Το λυρικό έργο οι Παλιάτσοι (Pagliacci) είναι η πρώτη όπερα του Ιταλού συνθέτη Ruggero Leoncavallo.
Το έργο είναι εμπνευσμένο από μια τραγική ιστορία όπου ο πατέρας του συνθέτη βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εξωσυζυγική σχέση η οποία κατέληξε σε φόνο το 1865. Επαναθέτοντας αυτή την ιστορία στο πλαίσιο μια λυρικής δημιουργίας, ο Ruggero Leoncavallo συνέθεσε αυτήν την όπερα σε λιμπρέτο το οποίο το έγραψε ό ίδιος και το ανέβασε για πρώτη φορά στις 21 Μαΐου 1893 στο θέατρο Νταλ Βέρμε (Tratro dal Verme) στο Μιλάνο.
Παρά την αρχική επιφυλακτικότητα των κριτικών μετά την πρώτη παρουσίαση, το κοινό εκτίμησε αυτή τη δημιουργία η οποία στη συνέχεια γνώρισε μια μεγάλη επιτυχία και παρουσιάστηκε σύντομα στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου όπως στη Βασιλική όπερα του Λονδίνου (Royal opera house) ή και στη Μητροπολιτική όπερα της Νέας Υόρκης (Metropolitan opera). Επιπλέον θα πρέπει να σημειώσουμε ότι την ίδια χρονιά που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μιλάνο, ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης Gustav Mahler διηύθυνε την ορχήστρα της όπερας της Βουδαπέστης για την εκτέλεση αυτού του έργου, το οποίο τραγούδησε με τη σειρά του πολύ αργότερα σε μια εκτέλεση η οποία μπορεί να θεωρηθεί σαν σημείο αναφοράς στη σταδιοδρομία του γνωστού τενόρου Luciano Pavarotti.
Αυτό το λυρικό έργο εντάσσεται στην τεχνοτροπία του Βερισμού ο οποίος ξεκίνησε από την ιταλική λογοτεχνία του 19ου αιώνα και παραλληλίζεται με τον νατουραλισμό του Emile Zola.
Πρόκειται για μια συστηματική αναπαράσταση της πραγματικότητας υπερβαίνοντας τον ρεαλισμό του Balzac και του Flaubert. Οι όπερες αυτού του ρεύματος απεικονίζουν με έντονα ρεαλιστικό τρόπο ένα απόσπασμα της ζωής των πρωταγωνιστών καταγγέλλοντας ταυτόχρονα τη κοινωνική αθλιότητα. Με αυτήν την προσέγγιση το έργο αποτελεί επανατοποθέτηση της πλοκής από την αίθουσα του θεάτρου στην οποία βρίσκεται ο θεατής μέσα σε μια άλλη μορφή θεάτρου το οποίο λαμβάνει χώρα πάνω στη σκηνή. Δηλαδή έχουμε το θέατρο μέσα στο θέατρο, κάτι το οποίο συναντάμε στο έργο του Κορνήλιου Κωμική πλάνη (Corneille: Illusion comique). Με αυτόν τον τρόπο, ο Leoncavallo καταφέρνει να συγχωνεύσει την πραγματικότητα και τη μυθοπλασία μέσω της ομοιότητας που υπάρχει μεταξύ της «πραγματικής» δράσης (αυτής που βίωσε ο μουσικοσυνθέτης) και της «δραματικής» δράσης (αυτής του σκηνικού έργου), σε τέτοιο σημείο ώστε ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Canio, ξεχνά ότι βρίσκεται στη σκηνή και σκοτώνει τη γυναίκα του και τον εραστή της μπροστά στους χωρικούς οι οποίοι έχουν έρθει να παρακολουθήσουν την παράσταση. Συνεπώς, πρόκειται για μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο ατμόσφαιρες, όπου υπάρχει σιωπηρή ευθυμία της κωμωδίας και η βία της πραγματικότητας. Η πλοκή του έργου επικεντρώνεται στο θέμα της ζηλοτυπίας, το οποίο αποτελεί συνεχή παρουσία σε όλες τις κοινωνίες και εποχές. Εντούτοις, το έργο αναδεικνύει έντονα την εξέλιξη αυτού του θέματος, η οποία μπορεί να γίνει εν αγνοία του παθόντος και να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις με τελική κατάληξη το φόνο. Ωστόσο, χάρη στη διπλή επανατοποθέτηση της πλοκής η οποία ξεκινά από το θέατρο επί της σκηνής και επεκτείνεται στην αίθουσα, ο θεατής δεν υφίσταται το ψυχικό άλγος, αλλά αντιλαμβάνεται και αισθάνεται όλες τις διαστάσεις που οδηγούν στην τραγική κατάληξη αυτού του λυρικού έργου.
Η μουσική
Μουσικά, το έργο περιλαμβάνει αρκετές άριες που εντάσσονται στο μπελκάντο. Ωστόσο, σε
πολλά σημεία η μουσική δημιουργεί ένα μείγμα αταίριαστων νοτών και έντονης έκφρασης πάθους. Η γενική τάση αυτής της δημιουργίας είναι η χρήση μέσης έκτασης φωνών, κάτι που πρέπει να προσέξει ο διευθυντής ορχήστρας. Σε πολλά σημεία η μουσική λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς την εξέλιξη της πλοκής αναγγέλλοντας εξελίξεις ή εκφράζοντας την ψυχική οδύνη των προσώπων τα οποία βρίσκονται σε ένα κωμικό πλαίσιο. Επομένως, η χορωδία η οποία απεικονίζει τους εύθυμους χωρικούς που βρίσκονται στη σκηνή έρχεται σε αντίθεση με τα πρόσωπα τα οποία βιώνουν αυτό το δράμα και ιδίως ο Canio και η Nedda. Τέλος έχουμε την ορχήστρα η οποία σύμφωνα με αυτά τα οποία έχουμε προαναφέρει αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και τους χωρικούς.
Ανταποκρίθηκε στην πρόκληση
Η Λυρική Σκηνή της Λιμόζ γενικά ανταποκρίθηκε στην πρόκληση αυτού του σύντομου έργου το οποίο χαρακτηρίζεται από μια πολύπλοκη δομή αλλά και ένα πλούτο θεμάτων κάτι που καθιστά δύσκολη την εκτέλεσή του. Από όλους τους παράγοντες ξεχωρίζουν η ορχήστρα της με τον διευθυντή της τον Pavel Baleff και η χορωδία με τη διευθύντριά της Arlinda Roux-Majollari. Αυτά τα δύο στοιχεία της όπερας της Λιμόζ, ανταποκρίθηκαν πλήρως στον ρόλο τους, όπως πάντα. Ο Pavel Ballev διατήρησε τις ισορροπίες ανάμεσα στους τραγουδιστές που αποτελούν τις τραγικές μορφές του έργου, την ορχήστρα η οποία συμπληρώνει τις αποχρώσεις της πλοκής, των διαλόγων και τη χορωδία η οποία αποτελεί τον κωμικό χαρακτήρα του έργου. Η Arlinda Roux-Majollari αντιλήφθηκε την ιδιαιτερότητα του ρόλου της χορωδίας η οποία βρίσκεται σε μια ασυνήθιστη κατάσταση για ένα λυρικό έργο. Η στάση, η μιμητική αλλά και η άψογη απόδοση δεν μας αφήνουν καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για μια χορωδία με μια πολύ ικανή διευθύντρια.
Η σκηνοθεσία όμως, των Jean-Philippe Clarac & Olivier Deloeuil δεν μπόρεσε να μας πείσει. Αν και εκτιμάται η προσπάθεια ανανέωσης της λυρικής τέχνης με το συγκεκριμένο έργο, τα έντονα μοντέρνα σκηνικά, η ενδυματολογία και ιδιαίτερα η τοποθέτηση των τραγουδιστών στη σκηνή δεν συμβαδίζουν με τον χαρακτήρα αυτής της δημιουργίας και ακόμη λιγότερο με τη μουσική, η οποία εκτελέστηκε με άψογο τρόπο. Όταν γίνεται κάποια καινοτομία, αυτό δε σημαίνει ότι αλλάζει το έργο.
Τέλος, κανένας από τους καλλιτέχνες δεν υστέρησε στην ερμηνεία του ρόλου και στη δραματική παρουσία τους στη σκηνή, εκφράζοντας τα συναισθήματα με άψογο τρόπο. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει στον τενόρο Alejandro Roy, ο οποίος απέδωσε εξαιρετικά το δράμα του Canio και τα συναισθήματα ζήλιας που οδηγούν στο έγκλημα. Επίσης, η Claudia Pavone η οποία υποδύθηκε την Nedda αξίζει ξεχωριστής αναφοράς, καθώς αποδίδει εξαιρετικά την τραγική θέση της ηρωίδας χωρίς να επηρεαστεί από τη χορωδία και την ορχήστρα.
Η Λυρική σκηνή της Λιμόζ, κλείνοντας με αυτό το έργο τη λυρική σεζόν, απέδειξε φέτος ότι μπορεί να πρωτοστατήσει θετικά στην ανανέωση της λυρικής τέχνης διατηρώντας ωστόσο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής πολύπλοκης αλλά και εκφραστικότατης τέχνης, καθώς και τις λεπτές ισορροπίες της δομής της. Τα δυνατότερα στοιχεία που συνθέτουν αυτήν την όπερα είναι η ορχήστρα και η χορωδία οι οποίες έχουν αντίστοιχα ικανότατους διευθυντές ενώ και η επιλογή των καλλιτεχνών τόσο σε αυτή τη παράσταση, όσο και στις προηγούμενες, αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό αυτού του λυρικού θεάτρου. Όσο για τις επόμενες χρονιές η όπερα της Λιμόζ μπορεί να είναι αισιόδοξη για την εξέλιξή της προσέχοντας ασφαλώς την ισορροπία που υπάρχει μεταξύ της αρχικής αισθητικής ενός έργου και την προσαρμογή του στο σύγχρονο θεατή.
Γράφει ο Γεώργιος Δημοσθένους Κόκκινος
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.658)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(505)
- Ελλάδα(127)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.202)
- Εκδηλώσεις(1.578)
- Ήπειρος(1.962)
- Αθλητικά(2.938)
Αρθρογραφία
Είσοδος