Η Λυρική σκηνή της Λιμόζ, στο πλαίσιο της μόνιμης τακτικής της για καινοτομία στη λυρική έκφραση, ανέβασε το 2017 το έργο Πέερ Γκυντ (Peer Gynt) και το 2018, αυτή η παραγωγή κέρδισε το βραβείο καλύτερης σκηνικής δημιουργίας που απονεμήθηκε από την Επαγγελματική ένωση κριτικών θεάτρου μουσικής και χορού της Γαλλίας (Association professionnelle de la Critique de Théâtre musique et danse).
Φέτος η όπερα αυτής της πόλης ξανανέβασε αυτό το έργο που είχε μεγάλη επιτυχία και οι φετινές παραστάσεις ήταν άρτιες ξεπερνώντας κάθε προσδοκία.
Πρόκειται για μία σύνθεση τριών δημιουργιών παρουσιάζοντας ένα νέο λυρικό έργο το οποίο δεν υπήρξε ποτέ πριν από το 2017.
Το βασικό μέρος αυτής της δημιουργίας είναι ένα δραματικό ποίημα του Νορβηγού συγγραφέα Χένρικ Ίψεν (Henrik Ibsen) που λέγεται Πέερ Γκύντ και γράφτηκε το 1867. Αυτό στη συνέχεια, έγινε από τον ίδιο, θεατρικό έργο το οποίο φέρει πολλά σουρεαλιστικά στοιχεία. Εξάλλου ο Νορβηγός συγγραφέας κατατάσσεται στους ιδρυτές του μοντερνισμού στο θέατρο.
Στη συνέχεια, το 1876 ο Γερμανός μουσικοσυνθέτης Έντβαρντ Γριγκ (Edvard Grieg) συνέθεσε μια μουσική εμπνεόμενος από αυτό το έργο για τα κενά μεταξύ διαλόγων και πράξεων και επιπλέον για ενθέματα που μπορούν να υπάρξουν μέσα στην υπόθεση αυτού του θεατρικού έργου.
Τέλος ο Αλαίν Περού (Alain Perroux) προσάρμοσε αυτά τα στοιχεία και αυτό το νέο έργο ανέβασε η όπερα της Λιμόζ για πρώτη φορά
Το Πέερ Γκύντ, είναι δύσκολο να ενταχθεί σε μία κατηγορία έργων καθόσον απομακρύνεται από την παραδοσιακή αντίληψη μιας λυρικής δημιουργίας και διότι τόσο ο Ίψεν όσο και ο Γκριγκ δεν είχαν πρόθεση να κάνουν μία όπερα. Δεν είναι ακόμη ένα θεατρικό έργο καθόσον η μουσική με ορχήστρα είναι παρούσα και με τα χαρακτηριστικά μιας όπερας με καλλιτέχνες υψίφωνους, μεσόφωνους, βαρύτονους και με χορωδία. Υπάρχουν όμως και ηθοποιοί οι οποίοι υποδύονται κάποια από τα πρόσωπα της υπόθεσης του έργου.
Αυτή η παρουσία η οποία δεν μπορεί να ενταχθεί στις κατατάξεις και τις γνωστές τεχνοτροπίες, καθιστούν δυσχερή την εκτέλεση αυτής του δημιουργίας της οποίας οι δυσκολίες δεν σταματάνε σε αυτά τα χαρακτηριστικά τα οποία έχουμε εκθέσει.
Η συνύπαρξη του δραματικού ή θεατρικού στοιχείου με το λυρικό απαιτούν και κάποιες προσαρμογές έτσι ώστε το έργο να έχει μία ενότητα. Επομένως ο τόνος της φωνής των ηθοποιών δεν πρέπει να είναι ίδιος με εκείνον των απλών παραστάσεων ενώ οι λυρικοί τραγουδιστές πρέπει να είναι γενικά διακριτικοί πάνω στη σκηνή, έχοντας ωστόσο υπόψη ότι η παρουσία τους συμπληρώνει εκείνη των ηθοποιών και επομένως δεν έχουν την κυριαρχία ή τη αποκλειστικότητα επί της σκηνής.
Βέβαια, αν και όχι πολύ τακτικές, οι άριες είναι υπέροχες και εντυπωσιακές. Αυτό αναγκάζει τον τραγουδιστή να εμφανιστεί με όλες του τις φωνητικές του δυνατότητες, προκειμένου να τις αποδώσει σεβόμενος την ισορροπία ανάμεσα στο λυρικό και δραματικό στοιχείο.
Μία άλλη δυσκολία αυτού του έργου είναι ότι οι τραγουδιστές είναι ταυτόχρονα και ηθοποιοί οι οποίοι συμπληρώνουν τους υπάρχοντες στα σημεία της πρόζας. Η μουσική της εμπεριέχει σκανδιναβικά στοιχεία καθώς δε και κλασικά χαρακτηριστικά λυρικού χαρακτήρα χωρίς να παραλείψουμε τον σημαντικό ρόλο της ορχήστρας η οποία αποτελείται από εξήντα περίπου μουσικούς. Σε αυτά τα οποία έχουμε αναφέρει θα πρέπει να προσθέσουμε και την χορωδία η οποία πρέπει να παρακολουθήσει τον αφηρημένο χαρακτήρα του έργου.
Η Λυρική σκηνή της Λιμόζ, το 2017 πρωτοτύπησε σε αυτό το σημείο καθόσον ανέβασε ένα έργο που δεν υπήρχε σε αυτή τη μορφή και η επιτυχία της ήταν απόλυτη, αποσπώντας τις καλύτερες κριτικές του Γαλλικού τύπου. Η επανάληψη αυτής της παραγωγής το 2024 ήταν μία καλή πρωτοβουλία η οποία αποτελεί μια ευκαιρία να σκεφτούμε πως μπορεί να γίνει μια σοβαρή ανανέωση της όπερας, χωρίς να προβαίνουμε σε άτοπες και άσκοπες παρεμβάσεις στίς μεγάλες κλασικές δημιουργίες.
Αυτή δε είχε μεγάλη επιτυχία σε ένα πρωτόγνωρο από κάθε πλευρά έργο. Πολύ καλή και έξυπνη μπορεί να χαρακτηριστεί η σκηνοθεσία των Jean-Philippe Clarac και Olivier Deloeuil. Μη καταφεύγοντας σε μία κατά λέξη ανάγνωση του κειμένου η οποία θα ερχόταν σε αντίθεση με τον γενικό χαρακτήρα του λιμπρέτου το οποίο αποσκοπεί στην αφαίρεση , ούτε ακόμα στην αυθαίρετη ερμηνεία η οποία θα αλλοίωνε την υφή του έργου. Έτσι, λοιπόν, η ορχήστρα ήταν επί της σκηνής, ουσιαστικά μαζί με τα πρόσωπα και όλα αυτά σε σκαλοπάτια τα οποία αναχαράζουν το δρόμο της ζωής του αντιήρωα Πέερ Γκύντ και ο οποίος διακρίνεται από την αστάθεια του χαρακτήρα και την αναζήτηση του νοήματος της ζωής.
Σε αυτούς τους κλιμακωτά ξύλινους υπερυψωμένους διαδρόμους, οι ηθοποιοί και οι τραγουδιστές δεν αποτελούν την ενσάρκωση ενός προσώπου αλλά αντανακλούν τις κωμικοτραγικές περιπέτειες του Πέερ Γκυντ. Αυτά δε ενισχύονται με προβολέα βίντεο ο οποίος είτε μεγεθύνει τις κινήσεις των ηρώων που καταγράφονται από κάμερα, είτε προβάλλει συμπληρωματικά θέματα τα οποία άπτονται των αφηρημένων χαρακτηριστικών του έργου, ή προσθέτει ακόμη στοιχεία στη σκηνή. Οι δε προβολές γίνονται σε μία οθόνη η οποία είναι σε σχήμα παραθύρου.
Οι αποχρώσεις και ο φωτισμός λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο την ιστορία, αλλά και την μουσική του έργου. Πρόκειται για μια σκηνοθεσία η οποία δεν στηρίζεται στους κανόνες και στις συνήθειες ενός τυπικού λυρικού έργου αλλά διακόπτει κάθε σύνδεσμο με την πρακτική επί της σκηνής όπως εξάλλου και το ίδιο το έργο.
Ο Pavel Balev, διευθυντής μιας ορχήστρας η οποία επανειλημμένα απέδειξε ότι μπορεί να προσαρμοστεί σε κάθε μουσική ή λυρική δημιουργία, όχι μόνο κράτησε άθικτο τον χαρακτήρα της μουσικής αλλά πρόβαλλε ιδιαίτερα σημεία της πλοκής δίνοντας έμφαση στις πρώτες νότες όπως για παράδειγμα τα καλέσματα του δάσους ή του άντρου του Βασιλιά.
Η χορωδία της όπερας, με την διεύθυνση της Arlinda Roux Majollari στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Ευρισκόμενη πίσω στη σκηνή, προσέθεσε ένα χαρακτήρα στην εξέλιξη του έργου ο οποίος εστιάζεται στην θολή προσωπικότητα του Πέερ Γκύν. Παρόλες τις δυσκολίες της εν λόγω δημιουργίας, τα μέλη αυτής της χορωδίας μαζί με την διευθύντριά τους κράτησαν την ομοιογένεια στις φωνές και στους ρυθμούς.
Από το σύνολο των τραγουδιστών και ηθοποιών, ως συνήθως για την όπερα της Λιμόζ, κανένας δεν υστέρησε. Θα θέλαμε να ξεχωρίσουμε την υψίφωνο Norma Nahoum η οποία βρήκε την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην λυρική και θεατρική παρουσία και διατήρησε την διακριτικότητα στην οποία έχουμε αναφερθεί. Επιπλέον θα θέλαμε να σταθούμε στο άσμα του Solveig το οποίο απαιτεί μια μεγάλη δεξιοτεχνία και εκφραστικότητα χάρη στην οποία κατέπληξε τους πολυάριθμους θεατές.
Από τους ηθοποιούς ξεχώρισαν ο Thomas Gornet στό ρόλο του Πέερ Γκυντ ο οποίος, όπως και όλοι οι άλλοι ερμηνευτές, αντιλήφθηκε την συνύπαρξη του λυρικού και του δραματικού στοιχείου και ο τόνος της φωνής και η φυσική του στάση επί της σκηνής δεν ακολούθησε την κλασική μίμηση αλλά συνέβαλε στην εξέλιξη της ιστορίας η οποία είναι συγχρόνως άσμα και θέατρο. Αυτό όμως δεν μείωσε καθόλου τον ελαφρύ και αστάθμητο χαρακτήρα του του αντιήρωα του έργου και παρέμεινε απόλυτα πειστικός.
Η Λυρική σκηνή της Λιμόζ έπεισε ακόμη μια φορά ότι μπορεί να ανεβάσει οποιοδήποτε έργο με επιτυχία. Η παράσταση αυτή όμως την φέρνει ακόμη πιο κοντά στις προοπτικές της διότι πέρα από την επιτυχή εκτέλεση μεγάλων λυρικών δημιουργιών, μπορεί να καινοτομήσει με την παρουσία σπάνιων έργων, αλλά και με ερμηνείες οι οποίες προσθέτουν κάτι το ξεχωριστό στην αντίληψη των παραστάσεων, χωρίς να απλοποιεί ή να παραποιεί λυρικά έργα. Με αυτή την παράσταση η οποία είναι μια πρότυπη δημιουργία, προστίθεται ένα νέο στοιχείο στη λυρική τέχνη.
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.825)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(508)
- Ελλάδα(128)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.223)
- Εκδηλώσεις(1.595)
- Ήπειρος(1.964)
- Αθλητικά(2.963)
Αρθρογραφία
Είσοδος