Όταν έμπαινε ο Δεκέμβριος και ιδιαίτερα τις μέρες των Χριστουγέννων, πάντα θυμόταν τα χρόνια που ήταν δύσκολα για την οικογένειά της και που οι ανάγκες ήταν όλο και πιο πολλές, όσο μεγάλωναν τα παιδιά της.
Βάδιζε ακολουθώντας την καρδιά της και τις καρδιές, όσων δεν μπορούσε να συναντήσει, ενάντια σε κάποιες “άλλες καρδιές”.
Πάνω απ’ όλα έβαζε τις αρχές της. Πώς να πορευτείς στη ζωή, χωρίς αρχές; Είναι σαν να περπατάς σε άγνωστο τοπίο. Χωρίς χάρτη, χωρίς πυξίδα, χάνεσαι, Μια απ’ τις αρχές της ήταν: “Δεν μπορεί να υποφέρει ο άνθρωπος, που δεν έκανε κάτι κακό, άρα πρέπει να έχει βοήθεια”. Πάντα η καρδιά της, έπαιρνε το πάνω χέρι. Δεν υπάρχει σημαντικότερο άλλοθι, από την αγάπη.
Είχε μείνει στο μυαλό της, εκείνη η δεύτερη ημέρα μετά τα Χριστούγεννα του 1949. Έτρωγαν μαζί με τα τέσσερα παιδιά της το φτωχό βραδινό τους. Έξω φυσούσε και χιόνιζε. Άκουσαν την εξωτερική πόρτα ν’ ανοίγει και να κλείνει απότομα. Νόμισαν πως ήταν απ’ τον αέρα. Έπειτα κάποιος ανέβηκε τη σκάλα και χτύπησε την πόρτα του διαδρόμου. Άνοιξαν την πόρτα να δουν ποιός είναι. Στο κεφαλόσκαλο αντίκρισαν μια ηλικιωμένη με χιονισμένα μαλλιά. Ήταν η Ξανθή που έμενε μόνη της στο διπλανό δρόμο. Ήταν παγωμένη. Την έβαλαν στο δωμάτιο με το μαγκάλι και την τύλιξαν με μια κουβέρτα. Μοιράστηκαν το υπόλοιπο του φαγητού τους. Τα μάτια της Ξανθής έλαμψαν όταν τραγούδησαν Ποντιακά τραγούδια. Κοιμήθηκαν στρωματσάδα.
Μια βδομάδα, πριν τα Χριστούγεννα, ετοίμαζε το φάκελο που θα έδινε σε κάθε οικογένεια. Έγραφε έξω από τον φάκελο δυο ευχές και μέσα έβαζε χρήματα. Προτιμούσε να δίνει χρήματα και όχι να αγοράζει είδη αναγκαία για την οικογένεια.
Όταν έπαιρνε να νυχτώσει, έπαιρνε με τη σειρά τα σπίτια που ήξερε. Χτύπαγε την πόρτα και έδινε στην νοικοκυρά το φάκελο.
Η χρονιά αυτή είχε τις ομορφιές της.
Στο πρώτο σπίτι που πήγε, μόλις άνοιξε η πόρτα, η σπιτονοικοκυρά φώναξε
η κ. Ευδοκία. Τα τέσσερα παιδιά της έτρεξαν την τράβηξαν, δυο από τα χέρια και δυο από το φουστάνι της, μέσα στο δωμάτιο και της έδωσαν μια ζωγραφιά. Η ζωγραφιά είχε τέσσερα παιδιά να ζεσταίνονται γύρω από μια σόμπα με ξύλα. “Σε αγαπάμε” είπαν, “Η σόμπα μας ζεσταίνει αλλά πιο πολύ μας ζεσταίνει η αγάπη σας και η αγάπη των δικών σας”! Έπειτα τραγούδησαν Το “Δόξα Θεό-δόξα Θεό” και της έδωσαν ένα βάζο με γλυκό!
Σε ένα άλλο σπίτι η σπιτονοικοκυρά την έμπασε στο μοναδικό δωμάτιο που είχε θέρμανση. Ο νοικοκύρης του σπιτιού σηκώθηκε και την πλησίασε αργά-αργά. Είμαι καλύτερα της είπε, σε ευχαριστούμε για τη βοήθειά σου. Ένα αγόρι και μια ομορφιά την πλησίασαν και την αγκάλιασαν. Αυτή τα φίλησε στα όμορφα μαλλιά τους και πήγε να φύγει. Τα παιδιά την σταμάτησαν. “Θέλουμε να σου δείξουμε τους βαθμούς μας και σας ευχαριστούμε για τη βοήθειά σας”, είπαν. Έδειξαν τους βαθμούς τους και αυτή ξαναφίλησε τα όμορφα μαλλιά τους.
Στο επόμενο σπίτι έμεναν δυο κυρίες. Πάντα χαμογελούσαν. Σε χαιρετούσαν με χαμόγελο, σε ευχαριστούσαν όταν τις χαιρετούσες. Οι δυσκολίες τις γονάτιζαν, όμως αυτές χαμογελούσαν. Χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε η μικρότερη, η άλλη περπατούσε αργά-αργά. Της έδωσε το δώρο της. Πλησίασε και η μεγαλύτερη.
Ο χώρος της ήταν γνωστός, γιατί μια δυο φορές το μήνα πήγαινε εκεί. Ένα δωμάτιο και μια κουζίνα. Το πλυσταριό και η χρεία ήταν στον κήπο. Την παρακάλεσαν να περάσει μέσα, αλλά αυτή έφυγε. Δεν είπαν κάτι γιατί ήξεραν πως για να μη κάτσει, θα είχε κάτι άλλο να κάνει.
Την άλλη μέρα με το που άπλωσε τα πέπλα της η νύχτα, ξεκίνησε.
Έσπρωξε αθόρυβα την εξωτερική πόρτα και μπήκε σε έναν διάδρομο πατώντας στις άκρες των ποδιών της. Αφουγκράστηκε…, ησυχία. Προχώρησε, αθόρυβα ανέβηκε δυο από τα τρία σκαλιά και έριξε το φάκελο κάτω από την πόρτα που ήθελε. Έκανε δυο βήματα και το φως του διαδρόμου άναψε. Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε η σπιτονοικοκυρά! “Εσείς”, είπε. Η Ευδοκία γύρισε προς το μέρος της.
“Εσείς είστε που μας βοηθάτε;”
Η Ευδοκία δε μίλησε. Η σπιτονοικοκυρά κατέβηκε τα σκαλιά και στην πόρτα φάνηκε ο άνδρας της.
“Εσείς μας βοηθάτε; Μα εμείς… Εμείς είπαμε βαριά λόγια για σας… και όχι μόνο λόγια”.
Η Ευδοκία δεν είπε κάτι.
Ο άνδρας συμπλήρωσε: “Σας ευχαριστούμε. Από τότε που δεν μπορώ πια να δουλεύω, είμαστε σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση. Πάντα αναρωτιόμαστε ποιός καλός άγγελος μας βοηθάει; Σε πολλούς πήγε το μυαλό μας, αλλά ποτέ σε σας! Άλλοι ελπίζαμε να μας βοηθήσουν! Όλοι μας ξέχασαν! Όμως εσείς…”.
” Άλλα τα χρόνια τότε”, είπε η Ευδοκία.
” Τώρα είναι δύσκολα για μας”, είπε η σπιτονοικοκυρά και έπιασε να φιλήσει το χέρι της Ευδοκίας.
Η Ευδοκία τράβηξε, ήρεμα το χέρι της και είπε: “Η αγάπη είναι αγάπη από όποια καρδιά και αν προέρχεται. Μας προστατεύει από τις τρικυμίες και τα ανεμοβρόχια της ζωής μας”.
Έφυγε μονολογώντας. Αγάπη, συμπόνια, ευσπλαχνία, αλληλοβοήθεια, δεν βλάπτουν. Το θέμα είναι να βρίσκεις την εσωτερική δύναμή σου, την ηρεμία σου… να συμπονάς, ν’ αγαπάς!
Πήγε και σ’ άλλες οικογένειες. Στο ανιάτων, στον … στην …
Πάντα έλεγε: Όταν βοηθάς, όταν δίνεις, νιώθεις νέος άνθρωπος, πετάς, είσαι αλλιώτικος. Όλα γύρω σου αλλάζουν, γίνονται πανέμορφα, όλα σου γελούν, σου μιλούν, σε χαιρετούν. Όλοι οι άνθρωποι είναι όμορφοι. Θέλεις να τους αγκαλιάσεις, να τους βάλεις στην καρδιά σου. Τα σπίτια, τα κτήρια, οι δρόμοι, τα μαγαζιά, τα αυτοκίνητα, τ’ αεροπλάνα, τα καυσαέρια όλα λάμπουν, λάμπουν από αγάπη.
Θυμόταν: Κάποτε πήγαμε να γελάσουμε και μας έφραξαν με βιάση το στόμα.
Κάποτε ξεχαστήκατε κάπου να παίζετε και σας τραβήξαμε φοβισμένοι απ’ το χέρι.
Ζητήσαμε να ρίξουμε ψίχουλα στα πεινασμένα πετούμενα του ουρανού και τότε μάθαμε πώς δεν περίσσευε ψωμί.
Στριμωγμένοι σ’ ένα πλήθος ξένο κι άγνωστο με κλειδαριά ασφαλείας στην καρδιά μας σαν σε ψυχρό σιδερένιο χρηματοκιβώτιο. Κι είμαστε μέσα εμείς φτωχοί και πένητες.
Μετρούσαμε και ξαναμετρούσαμε τ’ αγαθά μας στα κρυφά και τα βρίσκαμε λίγα.
Όλοι ναι όλοι έχουν “Δικαίωμα”. Δικαίωμα στη ζωή, την Ευτυχία, την αγάπη, την αλληλεγγύη.
Έλεγε: Ταξιδεύω μαζί σας, με το πλοίο της ελπίδας, για ένα καλύτερο αύριο.
Συντρίβοντας τις σκαλωσιές της μοναξιάς, τα εμπόδια που δε σ’ αφήνουν να γελάσεις.
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για ένα πουλί απ’ το να χάσει τη χαρά να πετάξει, να πετάει. Πώς είναι να ζεις με σπασμένα φτερά; Δεν πονάει τόσο το σπάσιμο, όσο η στέρηση της ελευθερίας να πετάξεις. Τουλάχιστον να πετάξεις, να δεις κόσμο από ψηλά, να χορτάσει η ψυχή σου εικόνες.
Τόνιζε: Πάντα να είστε σαν τη μάνα. Μάνα σημαίνει να έχεις πάντα την αγκαλιά σου ανοιχτή, να δίνεις χωρίς αντάλλαγμα, ν’ αγαπάς, χωρίς να βάζεις όρια στην αγάπη σου. Να τη χαρίζεις με χαμόγελα.
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΚΡΙΔΗ
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.631)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(504)
- Ελλάδα(127)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.198)
- Εκδηλώσεις(1.573)
- Ήπειρος(1.962)
- Αθλητικά(2.934)
Αρθρογραφία
Είσοδος