Η Γη των Ιωαννίνων για να απελευθερωθεί το 1913 ποτίστηκε και με το αίμα πολλών αγωνιστών και μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται οι Γαριβαλδινοί, οι Κρήτες και οι Κύπριοι. Μεταξύ των Κυπρίων ιδιαίτερη είναι η ανιδιοτελής προσφορά του Χριστόδουλου Σώζου.
Ο Χριστόδουλος Σώζος γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου και ήταν το μοναδικό αγόρι σε μια οικογένεια με 7 κορίτσια. Ο παππούς του πολέμησε και τραυματίστηκε στη Επανάσταση του 1821, ο δε πατέρας του πολέμησε στην Κρητική Επανάσταση του 1866. Το 1888 βρίσκεται στην Αθήνα ως φοιτητής Νομικής απ’ όπου αποφοίτησε το 1892.
Επιστρέφοντας στην Κύπρο άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ παράλληλα ήταν και επιτυχημένος επιχειρηματίας. Υπήρξε ένας από τους τέσσερις ιδρυτές του Λαϊκού Ταμιευτηρίου (1901), που μετονομάστηκε σε Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου και συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία της πρώτης καθαρά κυπριακής ναυτιλιακής εταιρείας με την ονομασία Ατμοπλοϊκή Εταιρεία Λεμεσού, (1905-1906) της οποίας διετέλεσε και Πρόεδρος. Το 1901 εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής στο κατοχικό Νομοθετικό Συμβούλιο των Άγγλων, εκπροσωπώντας τους Έλληνες της Κύπρου, ασκώντας εποικοδομητική κριτική στις κατοχικές αρχές. Από το 1908 έως το 1912 διετέλεσε Δήμαρχος Λεμεσού και με τα έργα που πραγματοποίησε άλλαξε της εικόνα της πόλης.
Ο Χριστόδουλος Σώζος διέγραψε μια λαμπρή πορεία ως βουλευτής, δικηγόρος και επιχειρηματίας, όμως θεωρούσε πάντα την Ελλάδα ως μητέρα- πατρίδα και για το λόγο αυτό το 1912 φεύγοντας κρυφά από την οικογένειά του έρχεται στην Ελλάδα και κατατάσσεται στον Ελληνικό Στρατό, σε ηλικία 40 ετών, αφήνοντας πίσω και τον 4χρονο γιο του Ζήνωνα. Άφησε τη σιγουριά του δημαρχιακού θώκου και την ασφάλεια της πανίσχυρης Βρετανικής Αυτοκρατορίας και αποφάσισε, αταλάντευτα, να πολεμήσει τον κοινό εχθρό των Ελλήνων. Μόνο στον φίλο του ιατρό Ζανέτο, που προσπάθησε να τον αποτρέψει, φεύγοντας έγραψε τα εξής: «Πραγματικοί ηγέτες δεν είναι εκείνοι που μονάχα υποκινούν τον λαόν, αλλά εκείνοι που προκινδυνεύουν μαζί του». Αφού επιβιβάστηκε κρυφά στο Αυστριακό ατμόπλοιο «Δαλματία» έφθασε στην Ελλάδα τις πρώτες ημέρες του πολέμου.
Η άφιξή του όμως στην Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί μυστική και όταν αποκαλύφθηκε προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Ο πρωθυπουργός και υπουργός στρατιωτικών Ελευθέριος Βενιζέλος τον υποδέθηκε και του πρότεινε να τοποθετηθεί σε ένα επιτελικό γραφείο, πλην όμως ο Σώζος αρνήθηκε κατηγορηματικά να «φωλιάσει» στα γραφεία. Αξίωσε με επιμονή να τοποθετηθεί σε μάχιμη μονάδα και έτσι τοποθετήθηκε ως οπλίτης στο Α΄ Τάγμα του 2ου Συντάγματος το οποίο ανήκε στη ΙΙ Μεραρχία. Αφού έκανε το όνειρό του πραγματικότητα έγραψε στους γονείς του τα εξής: «Τι αξίαν έχουσιν αι συνδρομαί και άλλες ενδείξεις όταν ένας υγιής άνθρωπος δεν προσφέρει τον εαυτόν του εις υπηρεσίας αυτής; …».
Ο ελληνικός στρατός κατήγαγε μια σειρά από νίκες εναντίον των Τούρκων και έφθασε έξω από την πόλη των Ιωαννίνων, η οποία είχε αναχθεί σε μείζονα στόχο της Ελλάδας και σύντομα η μονάδα του Κύπριου Αγωνιστή, μετά τις μάχες στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, βρέθηκε ενώπιον των οχυρών του Μπιζανίου. Το οχυρό του Μπιζανίου ήταν ένα από τα τρία απόρθητα φρούρια της Ευρώπης που θα παραδίδονταν στα χέρια των Ελλήνων και τα Ιωάννινα θα απελευθερώνονταν μετά από 483 χρόνια τούρκικης σκλαβιάς. Τα άλλα δύο απόρθητα φρούρια ήταν της Σκόδρας και της Αδριανούπολης.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1912 η μονάδα του Σώζου έφθασε έξω από το Μπιζάνι, ενώ οι Τούρκοι εξαπέλυαν συνεχείς αντεπιθέσεις. Την 6η Δεκεμβρίου ο εχθρός επικέντρωσε τις επιθέσεις του στον Προφήτη Ηλία όπου βρισκόταν και η μονάδα του Σώζου, ο οποίος βρισκόταν στην πρώτη γραμμή και πολεμώντας με γενναιότητα ένα βόλι έκοψε το νήμα της ζωής του. Περισσότεροι από 70 άνδρες της μονάδας του φονεύτηκαν στη θρυλική εκείνη μάχη και ετάφησαν στην φιλόξενη Ηπειρωτική γη. Η σορός όμως, του Χριστόδουλου Σώζου δεν βρέθηκε ποτέ.
Μια λιτή αναφορά γράφηκε στα στρατιωτικά έγγραφα: «Στρατιώτης πρώτου πεζικού Συντάγματος Σώζος εφονεύθη εις την Ήπειρον, 6ην Δεκεμβρίου. Έμπεδον Επιτελικόν Τμήμα. Κοντογιάννης Αντισυνταγματάρχης». Ο συμπολεμιστής του, Ευάγγελος Χατζηϊωάννου, βουλευτής Λάρνακας- Αμμοχώστου, που και ο ίδιος είχε τραυματιστεί στη μάχη που σκοτώθηκε ο Σώζος, έγραψε τα εξής: «Ο θάνατος του Σώζου υπήρξε η θεαματικότερη Κυπριακή εκδήλωση υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα στα 34 χρόνια βρετανικής κατοχής. Με το αίμα το οποίον πότισε την γην της Ηπείρου, αρχίζει να γράφεται και η αληθινή νεωτέρα ιστορία της Νήσου μας. Είχαμεν πολλά και ημείς ειπεί διά την δόξαν των προγόνων. Ήτο καιρός με τα ιδικάς μας θυσίας να αρχίσωμεν να πελεκώμεν τας πέτρας του βάθρου και της ιδικής μας δόξης. Η θυσία ήρχισεν υψηλή. Αι νέαι γενεαί θα έχωσι το δυνατόν χέρι που να δεικνύει με αυστηρότητα τον δρόμον της εθνικής ανόδου».
Ο συμμαθητής και συμπολεμιστής του Σίμος Μενάνδρου, ως αυτόπτης μάρτυρας σε επιστολή του στην εφημερίδα της Λεμεσού «Σάλπιγξ», περιέγραψε τη στιγμή του θανάτου του ως εξής: «Ο Σώζος έπεσεν εμπρός μου. Εκ των 70 στρατιωτών της ενωμοτίας μου ελάχιστοι έμεινα άτρωτοι. Άλλοι εφονεύθησαν και άλλοι ετραυματίσθησαν. Οι νεκροί ετάφησαν αμέσως. Ο Σώζος επολέμησεν γενναιότατα, όταν είδε πλησιάσαντας εις τα χαρακώματά των τους Τουρκαλβανούς, ανεσηκώνετο και επυροβόλει όρθιος, τότε δε τον επήραν σφαίραι ταχυβόλου».
Στην πατρίδα του τη Λεμεσό κατασκευάστηκε ένα μνημείο για να θυμίζει σε όλους τη θυσία του Σώζου με το εξής επίγραμμα: «Χριστόδουλος Σώζος Δήμαρχος Λεμεσού, Βουλευτής, Μέλος Εκτελεστικού Συμβουλίου της Κύπρου, πεσών ηρωικώς τη 6η Δεκεμβρίου 1912 επί του λόφου του προφήτου Ηλία προ των Ιωαννίνων. Ο Δήμος και η πόλις της Λεμεσού μετά των απανταχού φίλων του ήρωος ευγνωμονούντες αναθέτουσι, κόσμον μεν και τιμήν τη πόλει, τοις δε επιγιγνομένοις ύψιστον φιλοπατρίας δίδαγμα. Τεθνάμενοι γαρ καλόν επί προμάχοισι πεσόντα. Άνδρ’ αγαθόν περί η πατρίδι μαρνάμενον».
Τέλος η εφημερίδα «Σάλπιγξ» δημοσίευσε την 1 Φεβρουαρίου 1913 ποίημα του Εθνικού ποιητής της Μεγαλονήσου Βασ. Μιχαηλίδη, όπου μεταξύ των άλλων έγραφε:
«Τζαι πκοια μάνα, Χριστόδουλε,
Στο μνήμα σω ν να κλάψη;
Πκοια μάνα την καντήλαν σου
Εν νάρτη να την άψη;
…………………………………….
Συγχώρα μου που άρκησα
Τραούδι να σου γράψω,
Εν ηξέρω το μνήμα σου
Νάρτω τζαι τζει να κλάψω».
Ο Χριστόδουλος Σώζος είναι ο μόνος εν ενεργεία Δήμαρχος του ελληνισμού ο οποίος έπεσε σε μάχη όντας ένας απλός στρατιώτης.
Τον Δεκέμβριο του 1913 η Βουλή των Ελλήνων αποφάσισε την ανάρτηση της φωτογραφίας του στο κτίριό της.
Ο Δήμος της πόλης των Ιωαννίνων, αναγνωρίζοντας την θυσία, τη μεγαλοσύνη και τον ηρωισμό του έδωσε το όνομά του σε δρόμο της πόλης και έστησε την προτομή του στις όχθες της λίμνης για να αγναντεύει την περιοχή του Δρίσκου. Επιπλέον η προτομή του υπάρχει και στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης.
Μένει ακόμη ένα χρέος να εκπληρώσει η πόλη των Ιωαννίνων και αυτό είναι προς τους Γαριβαλδινούς, οι οποίοι ήρθαν, πολέμησαν για την απελευθέρωση της πόλης μας και 215 από αυτούς σκοτώθηκαν στο Δρίσκο Ιωαννίνων και έφυγαν για τις πατρίδες τους χωρίς ποτέ να τους αναγνωριστεί η θυσία τους, παρά το γεγονός ότι σε πρόσφατη Δημοτική Αρχή υποβλήθηκε σχετικό αίτημα για την αναγνώριση της δράση και της προσφοράς τους στην πόλη μας και αντίστοιχα της τιμητικής έκφρασης.
Είθε η νέα Δημοτική Αρχή να εκπληρώσει και αυτό το χρέος.
Γράφει ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.623)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(504)
- Ελλάδα(127)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.197)
- Εκδηλώσεις(1.573)
- Ήπειρος(1.962)
- Αθλητικά(2.932)
Αρθρογραφία
Είσοδος