Γιατί αυτό το βιβλίο; Γιατί να διαβάσουμε το νέο βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου «Ταξίδι στο Κράτος. Κυριαρχία, Δίκαιο, Δικαιώματα» (εκδόσεις Πόλις 2022).
Γιατί κάθε σελίδα του βοηθάει στο να ερμηνεύσουμε το παρόν, αλλά και γιατί μπορεί να στηρίξει όσους θέλουν να καταλάβουν την τροπή που πήραν τα πράγματα στους καιρούς μας.
Ο συγγραφέας, Καθηγητής Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διακεκριμένος αρθρογράφος με έγκυρο δημόσιο λόγο, δίνει μία καθαρή εξήγηση από την πρώτη γραμμή της εισαγωγής του. Το βιβλίο είναι ένας «οδηγός μύησης στον κόσμο του κράτους». Κι όπως λέει ο τίτλος, είναι ένα ταξίδι στο κράτος, μία περιήγηση σε αυτό που θεωρούμε τόσο οικείο και τόσο αυτονόητη την ύπαρξή του.
Και γύρω από το κράτος είναι οι διαδρομές μας, αυτά που μας αφορούν, όσο κι αν νομίζουμε ότι είναι αυτονόητα όπως το έθνος, η επικράτεια, το δίκαιο. Μία έννοια που αναλύεται εκτενώς για παράδειγμα, είναι το έδαφος. Εδώ που πατάμε τι είναι; Σε ποιον ανήκει αυτό το έδαφος, τι σχέση έχει με το κράτος, τα όρια και τα σύνορα, τι είναι δικό μας και τι ξένο; Και τι παράγεται από κάθε απάντηση που δίνουμε; Άμεσο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Στη εισαγωγή, γίνεται αναφορά και στον Μακιαβέλλι, ο οποίος παρομοιάζει το κράτος σαν τον Κένταυρο, μισός άνθρωπος, μισό κτήνος. Και στον επίλογο, ο συγγραφέας, αφού έχει τελειώσει το γράψιμο του βιβλίου όπως μας λέει, διαβάζει σε ένα καινούργιο βιβλίο, του Πατρίκ Μπουσερόν για τον Μακιαβέλλι, ότι «το ενδιαφέρον για τον Μακιαβέλλι, αναγεννάται πάντοτε τη στιγμή που προμηνύονται καταιγίδες, διότι είναι αυτός που ξέρει να φιλοσοφεί σε θυελλώδεις καιρούς. Και αν τον ξαναδιαβάζουμε σήμερα είναι γιατί υπάρχει λόγος να ανησυχούμε. Επιστρέφει: Ξυπνήστε».
Κι όπως είναι αργά τη νύχτα που έχω φτάσει στον επίλογο, διαβάζω αυτό το απόσπασμα που διάβασε ο συγγραφέας και κοιτάζω πάνω στο γραφείο μου που έχω ανοιχτή μια παλιά μελέτη για τον Μακιαβέλλι (του Παναγιώτη Νούτσου). Σα να έρχονται κοντά οι αδιόρατες ή οι όλο και πιο ορατές ανησυχίες μας για αυτό το χάος γύρω μας.
Αυτή την αίσθηση της ανησυχίας, ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά, που δεν είναι ένα παιχνίδι λέξεων μεταξύ μας, αλλά στηρίζεται σε πραγματικές διαπιστώσεις. Που ακόμα κι αν τις αποδώσουμε όλες σε αυτήν την αίσθηση αποξένωσης και απομόνωσης που μας δημιούργησε η πανδημία και τα μέτρα αποκλεισμού, πάλι δεν αρκεί για να λυτρωθούμε από την αγωνία. Από αυτήν την καθημερινή αγωνία να τα βγάλουμε πέρα μπροστά στα ράφια του σούπερ μάρκετ, από το άγχος μήπως μας συμβεί κάτι και δεν έχουμε να πληρώσουμε τους γιατρούς, από το πώς θα πληρώσουμε το ρεύμα, αλλά και πού θα βρουν δουλειά τα παιδιά μας όταν βγάλουν το πανεπιστήμιο, μέχρι και το αν αύριο σκάσει ένα πυρηνικό εργοστάσιο ή πέσει ένα πύραυλος και γίνει ακόμα μεγαλύτερος πόλεμος ή αν συνεχιστεί η κατάρρευση των αγορών και των αλυσίδων τροφοδοσίας. Ένας κόσμος διακινδύνευσης, μία διαρκής κατάσταση κρίσης από το 2008 τουλάχιστον ως σήμερα, η μισή μας ζωή ως ενεργοί πολίτες σε μία κατάσταση ρήξεων, κρίσεων, αγωνίας, πτώσης.
Να, που έρχεται το κράτος και εγκαθίσταται στο κέντρο. Γιατί συμπυκνώνει όσα θεωρούσαμε αυτονόητα, από το ότι οι συντάξεις θα επαρκούν για να ζήσει ο άνθρωπος μέχρι το ότι θα έχουν πετρέλαιο θέρμανσης τα σχολεία. Κι από το ότι η ειρήνη και το αδιατάρακτο των συνόρων είναι δεδομένη συνθήκη, βάση για να μπορούν να προοδεύουν εσαεί οι οικονομίες και η ανάπτυξη να προσθέτει κάθε χρόνο νέα ρεκόρ ποσοστιαίας αύξησης.
Τίποτα από όλα αυτά δεν μοιάζει σήμερα αυτονόητο.
Και εκεί είναι που έρχεται ο Δημήτρης Χριστόπουλος και μας λέει κάτι που αρχικά ίσως και να μην θέλουμε να το ακούσουμε, ότι το κράτος είμαστε εμείς. Όχι όπως εκείνο το αυτοκρατορικό ελέω θεού «είμαι το κράτος», από κάποιον που δεν πίστευε ποτέ ότι θα έρθει κυριολεκτικά ο κόσμος του ανάποδα, αλλά αυτό που έρχεται μέσα από την καίρια παραδοχή ότι ο πολίτης αλληλοσυνδέεται με το κράτος.
Συνδέεται ως μία σχέση ταυτότητας, μεταξύ ανάγκης, ρεαλισμού, αλλά και επιθυμιών, η εξέλιξη των οποίων όμως, εξαρτάται από κάτι που δεν το αντιλαμβανόμαστε πάντα, εξαρτάται από τη συγκυρία, από αυτό που ζούμε τώρα και δεν πρέπει ποτέ να το παραβλέπουμε. Η δύναμη της συγκυρίας είναι και αυτή ένα «έδαφος» που διαμορφώνεται από τον συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, από τον συσχετισμό εξουσίας.
Το συνοψίζει ωραία ο συγγραφέας σημειώνοντας ότι οι υλικές συνθήκες της ζωής των ανθρώπων είναι εκείνες που καθορίζουν τη συνείδησή τους και όχι το αντίστροφο, μία αντίληψη που ταξιδεύει από τον Αριστοτέλη ως τον Μαρξ και εξηγεί τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας, όπως το 1789 και τη Γαλλική Επανάσταση, ως συνδυασμό των αιτιοτήτων και της τύχης και όχι σαν μία επιφοίτηση, μία εκ των άνω αποκάλυψη για το τι πρέπει να γίνει.
Κι επανέρχομαι ξανά στο ερώτημα: Γιατί χρειάζεται σήμερα ένα βιβλίο για το κράτος και το δίκαιο, ποια είναι η αναγκαιότητά του;
Και για να συνεχίσω να ψάχνω την απάντηση, συνεχίζω να βλέπω τον κόσμο γύρω μου, όχι όμως ως παρατηρητής, αλλά ως συμμετέχων ή έστω ως υποκείμενο που υφίσταται τις αλλαγές. Κι αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η ανησυχία που λέγαμε πριν, πηγάζει από την πεποίθηση πια ότι και τα θεμέλια όσων γνωρίζαμε ως δεδομένα, ότι τα θεμέλια της δημοκρατίας, της κρατικής υπόστασης και της ειρήνης έχουν διασαλευτεί σε πλανητικό επίπεδο. Ότι η ίδια η προστασία της ανθρώπινης ζωής, δεν είναι μία αξία δεδομένη, ακόμα κι αν περιγράφεται ως συνταγματική υποχρέωση.
Αλλά για να το αντιληφθείς αυτό, πρέπει να αντιληφθείς κατ’ αρχάς ότι δεν είσαι έξω από την ιστορία.
Ο Δ. Χριστόπουλος μας λέει, ότι δεν υπάρχει μία εξώσφαιρα από την οποία μπορούμε να δούμε τον κόσμο μας με ασφάλεια και από μακριά χωρίς κίνδυνο. Αντίθετα είμαστε κομμάτι δομικό όσων συμβαίνουν και μας αφορούν.
Και σκέφτομαι, ως παρένθεση, όχι ανώδυνη ή άσχετη, ότι αυτό το «έξω», αυτή η θέση του παρατηρητή, ήταν τελικά ένα από τα πιο ωραία παραμύθια της εποχής της ευμάρειας, ένα γλυκό παραμύθι που προλάβαμε και το ζήσαμε. Στα ωραία χρόνια, η κυρίαρχη τάξη, οι έχοντες, οι ανερχόμενοι και οι προσδοκούντες, αλλά και το προοδευτικό κομμάτι της πρωτοπορίας και του εκσυγχρονισμού, όλοι μας αν αφαιρέσουμε όσους δεν μπορούσαν να έχουν φωνή- γιατί υπήρχαν και στους ωραίους καιρούς οι ανισότητες και οι αόρατοι άνθρωποι-, πιστεύαμε ότι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί και οι ουρανοί θα είναι γαλάζιοι, πόσο μάλλον από τη στιγμή που τα «κόκκινα» τείχη είχαν- ευτυχώς- γκρεμιστεί και κανένας νέος φράχτης δεν θα έφερνε νέες σκοτούρες. Και βρε αδερφέ, ας μη μας χωρίζουν άλλο οι παλιές ιδεολογίες, ας κοιτάξουμε μπροστά, όπως λέγανε κάποιοι.
Κι έπαιρνε αυτός ο πολίτης- παρατηρητής τις Κυριακές τρεις τέσσερις εφημερίδες, άνοιγε ένα κρασί και σχολίαζε τα γεγονότα των μακρινών χωρών. Κι αν συνέβαινε κάπου μακριά κάτι αρνητικό, ας πούμε τα κομμουνιστικά τανκς να σκοτώνουν τα νέα παιδιά στην Τιεν αν Μεν ή τα συμμαχικά στρατεύματα να εισβάλλουν στο Ιράκ για να εμπεδωθεί η δημοκρατία, όλα αυτά έμοιαζαν μεμονωμένα επεισόδια σε μία κατά τα άλλα βέβαιη διαδρομή προς τα εμπρός, προς την πρόοδο.
Ακόμα και η αριστερά παραζαλισμένη μεν από το τέλος των παλιών βεβαιοτήτων, ήταν σίγουρη για τις νέες βεβαιότητες, τουλάχιστον ότι όταν θα έρθει ο σοσιαλισμός θα λυθούν κι όλα αυτά σαν τα μεμονωμένα επεισόδια, οπότε και διατηρούσε σταθερή τη θέση της έξω από τα πράγματα, παρατηρητής κι αυτή.
Έρχεται εδώ ακριβώς ο συγγραφέας και διαλύει τους μύθους και τις βεβαιότητες ότι η ιστορία και η πολιτική μπορούν να συμβούν έξω από τους ανθρώπους και από τις κοινωνίες και περιγράφει με εντυπωσιακό κυριολεκτικά τρόπο, ακριβώς το πώς γεννιέται ιστορικά το κράτος.
Γεννιέται μέσα από τους ανθρώπους, μέσα από τις ανάγκες τους, μέσα από την έκφρασή τους, τη σύγκρουσή τους, τα συμφέροντά τους. Κι αυτή είναι ακριβώς η αιτία για τη διττή φύση του κράτους, ότι είναι και ανθρώπινο και ζωώδες μαζί, ότι είναι και έλλογη συναίνεση και βία.
Και πρέπει να γνωρίζουμε την ιστορική διαδρομή του κράτους, ακριβώς για να αντιλαμβανόμαστε το πώς εξελίσσονται τα πράγματα, στην περίσταση, στη συγκυρία, όπως έρχεται να μας υπογραμμίσει ο Ν. Πουλαντζάς, εκεί που συναντιώνται η ιστορική μοναδικότητα ενός κοινωνικού σχηματισμού και των συγκεκριμένων συνθηκών μέσα στις οποίες διεξάγονται οι αντιπαραθέσεις και οι κοινωνικοί αγώνες.
Το κράτος θα εξαπατήσει για να έχει τις μάζες μαζί του ή μήπως δεν θα φαίνεται απλώς, αλλά θα είναι και ενάρετο; Να του αναθέσουμε τη διοίκηση και τη διευθέτηση των καθημερινών μας αναγκών ή να το γκρεμίσουμε γιατί δεν μας συμφέρουν οι επιλογές του; Και πόσο χώρο έχουμε για να το κάνουμε αυτό, πόσο δικαίωμα και πόσες επιλογές διαθέτουμε;
Κράτος φτιάχνουν οι «ξεβράκωτοι» στη Γαλλία το 1789 για να σταματήσουν την εξουσία του αυτοκράτορα, κράτος, δηλαδή κανόνες και θεσμούς θέλουμε, δημοκρατία, για να εμποδίσουμε την απολυταρχία. Και κράτος θέλουμε για μην μπορεί η συμμαχία των εξουσιαστικών δυνάμεων να κυριαρχεί ως συμπυκνωμένη αρχή σε κάθε κρατικό μηχανισμό από τις κατασταλτικές δυνάμεις ως την εκπαίδευση.
Μέσα σε αυτά τα συνεχή δίπολα, τη διττή φύση των ιστορικών και πολιτικών υποκειμένων, αυτή εντέλει τη διαπάλη, τον πόλεμο συχνά των φτωχών, αλλά και των λιγότερο φτωχών, η ιδιότητα του πολίτη δεν έρχεται απλώς μέσα από έναν θεσμικό ορισμό, από μία ανάθεση- δεν μας χαρίζει κανείς δικαιώματα και αιρετότητες και θεσμούς ελέγχου-, αλλά μέσα από μία μάχιμη διεκδίκηση κάθε ιδιότητας του πολίτη, από το δικαίωμα στο να έχουμε δικαιώματα και όχι απλώς να μας αποδίδονται ως δώρα επειδή είμαστε πειθήνιοι υπήκοοι.
Και το τι σημαίνει μαχιμότητα, διεκδίκηση και δικαίωμα, ο συγγραφέας το περνάει μέσα από ένα δεύτερο ταξίδι, αυτή τη φορά στις έννοιες, στα στοιχεία που συνθέτουν το σύγχρονο κράτος, δίνοντας μας κι έναν πλούτο γνώσης, εφόδια που θα μας επιτρέψουν να δώσουμε περιεχόμενο στη βούλησή μας να είμαστε κομμάτια αυτής της δημοκρατίας, αυτού του κράτους.
Για να είμαστε, πρέπει να γνωρίζουμε για ποιους λόγους είμαστε. Για να είμαστε πολίτες, για να είμαστε δημοκρατία.
Αλλιώς, όχι μόνο κινδυνεύουμε να γίνουμε απαθείς πολίτες, παρατηρητές, αλλά κι αν αποφασίσουμε κάποτε να αναλάβουμε και την ευθύνη της διαχείρισης κάποιων κρατικών εξουσιών ή αν έρθει η ανάγκη να δούμε να υλοποιούνται όσα είχαμε προσχεδιάσει και ονειρευτεί παλιά, τότε που η νιότη και η δύναμη του αγώνα άφηνε ανοιχτά τα παράθυρα του ουρανού και έβλεπε την αμμουδιά κάτω από τα λιθόστρωτα των δρόμων, αν έρθει λέω εκείνη η ώρα που η δημοκρατία σε καλεί να αναλάβεις ευθύνες, τότε κινδυνεύουμε να σηκώσουμε το χαλί στο γραφείο της εξουσίας, να φρίξουμε από τη σκόνη που συσσώρευσε από κάτω το παρελθόν των άλλων και απλώς να αφήσουμε το χαλί στην ίδια θέση. Να μείνουμε δηλαδή, πάλι αδρανείς κι ας έχουμε αλλάξει καρέκλα.
Δεν το θέλουμε αυτό. Ο πολίτης, ο άνθρωπος της βούλησης που μάχεται για τη δημοκρατία, επιζητά, θέλει να αλλάξει τον κόσμο και όχι να τον αφήσει ως έχει.
Για το τι πρέπει να γνωρίζουμε για το κράτος και την κυριαρχία, είπαμε, το βιβλίο είναι ένας πραγματικός πλούτος.
Κεντρική θέση έχεις ένας ορισμός: Το κράτος των τριών στοιχείων (λαός σε έδαφος υπό καθεστώς συντεταγμένης εξουσίας) δεν είναι πράγμα. Πρωτίστως είναι σχέση, μία σχέση εξουσίας που συμπυκνώνει έναν συσχετισμό ισχύος μέσα στην κοινότητα.
Όλες αυτές οι έννοιες, ερευνώνται εξαντλητικά από τον συγγραφέα ο οποίος μας μυεί, όπως μας είπε στην εισαγωγή, σε πολλούς κόσμους, τους οποίους οφείλουμε να γνωρίζουμε. Να τους γνωρίζουμε για να μην κάνουμε λάθη, για να ξέρουμε τι λέμε, αλλά και τι μπορούμε να κάνουμε όταν παλεύουμε για τη δημοκρατία, για τα δικαιώματά μας και τη χειραφέτηση των ανθρώπων.
Και ένα κρίσιμο λάθος που δεν πρέπει να κάνουμε, είναι να θεωρήσουμε ότι το κράτος είναι ένα απλό εργαλείο και όχι ένα σύνθετο συμπύκνωμα σχέσεων, «που δεν είναι τα πάντα, αλλά πρέπει να ξέρουμε πόσα πολλά βρίσκονται εντός του». Για να μην νομίζουμε ότι η κρατική εξουσία είναι ένα κουμπί που το πατάμε μόλις πιάσουμε εκείνη την καρέκλα που λέγαμε πριν και μόλις το πατήσουμε θα αρχίσει να δουλεύει και η μηχανή από μόνη της. Και να νομίζουμε ότι αν δεν δουλέψει δεν θα φταίει ότι δεν είχαμε πλήρες και γερό περιεχόμενο στο σχέδιό μας, αλλά ότι μας εμποδίζουν οι απέναντι και μόνο.
Δεν δουλεύει όμως, έτσι το κράτος. Και αν θέλουμε να δουλέψει αλλιώς, ας κοιτάξουμε και να έχουμε πρόγραμμα, περιεχόμενο και εκείνες τις δυνάμεις που θα μπορέσουν να το υλοποιήσουν.
Ενδεικτικά και μόνο, για να επανέλθω, σε αυτό το δεύτερο ταξίδι στα στοιχεία του κράτους ο Δ. Χριστόπουλος μιλάει αναλυτικά για τον πληθυσμό, τον λαό και το έθνος. Για τον μετανάστη, τον πρόσφυγα, για το άσυλο και την ιθαγένεια. Για το έδαφος, τα σύνορα, τα κυριαρχικά δικαιώματα του κράτους. Για την ένταξη, την αφομοίωση, την εξορία, την απέλαση και την επαναπροώθηση.
Κάθε λέξη και έννοιες, με βάρος, με ιστορία πίσω τους, αλλά και με δεδομένα που δεν μπορείς να τα παραβλέψεις. Που θέλουμε όχι μόνο να γνωρίζουμε, αλλά και για να υποψιαζόμαστε, να προετοιμαζόμαστε αν χρειαστεί να πάρουμε θέση.
Και μία τελευταία αναφορά που ξεχωρίζει στο βιβλίο, η μεγάλη αναφορά που κάνει στον ρόλο του Συντάγματος. Το Σύνταγμα, τον όρο που εισήγαγε ο Αδαμάντιος Κοραής, αλλά έπρεπε να φτάσουμε 20 χρόνια μετά την Επανάσταση για να το δούμε και σαν νόμο, σαν κτήμα του λαού μας.
Μου αρέσει μία ιδέα που θέτει ο Δ. Χριστόπουλος πιο νωρίς, πριν ασχοληθεί με τη σημασία του Συντάγματος, όταν μιλά για το κράτος και την κυριαρχία και την πεμπτουσία του πολιτικού, τον αποκλεισμό και τη συμπερίληψη.
Αναφέρει ότι το κράτος δεν είναι εντελώς ουδέτερο, έχει μία ταυτότητα που είναι και το όριο στην ανοχή της συμπερίληψης. Και η πιο συμπεριληπτική τέτοια ταυτότητα είναι αυτό που λέει ο Χάμπερμας, ο συνταγματικός πατριωτισμός. Την ιδέα δηλαδή που επιτρέπει να μην ταυτίζεσαι με μία εθνική ή γεωγραφική οντότητα στο όλον της, αλλά με τον σκληρό πυρήνα των αξιών της. Προσήλωση σε αρχές του Συντάγματος που δεν είναι διαπραγματεύσιμες: Ισότητα των φύλων, προστασία του παιδιού, ελευθερία θρησκείας, ελευθερία της έκφρασης κλπ.
Αν αυτό είναι μία βάση για να μπορούμε να ζήσουμε όλοι μαζί αρμονικά, να μπορούμε να ζήσουμε και στην Ελλάδα και στη Γερμανία και στην Ολλανδία και σε όλον τον κόσμο, ο καθένας με τις ιδέες του και τις αντιλήψεις του, θα μπορούσε να είναι αυτό και ένας μαχητός, πρώτος στόχος για μία νέα αρχή; Μία νέα κατάσταση μέσα από την οποία θα επαναπροσδιοριστούν οι έννοιες της δικαιοσύνης, της ισότητας, της αδελφότητας, του σοσιαλισμού;
Ας τεθεί το ερώτημα, σε καιρούς που η δημοκρατία και οι συνταγματικές αξίες δεν είναι δεδομένες σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη.
Το κείμενο αποτελεί εκδοχή της ομιλίας του γράφοντος στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου που διοργάνωσε η εφημερίδα Εποχή και οι Φίλοι της Εποχής Ιωαννίνων την τη Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023 στα Γιάννενα
Του ΦΙΛΗΜΟΝΑ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΥ
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.623)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(504)
- Ελλάδα(127)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.197)
- Εκδηλώσεις(1.573)
- Ήπειρος(1.962)
- Αθλητικά(2.932)
Αρθρογραφία
Είσοδος