Η Λυρική σκηνή της Λιμόζ, με συνέπεια πάντα στις αρχές που υιοθέτησε σχετικά με τα μηνύματα και τις ανησυχίες της εποχής μας, καθώς δε και στην προσπάθειά της να φέρει κοντά τους νέους στη λυρική τέχνη, παρουσίασε αυτή τη φορά το «Φάουστ» του Γκουνό στο κοινό της.
Παρόλη τη πολύπλευρη δυσκολία αυτού του έργου και την απροθυμία του κοινού που παρατηρείται μετά την εποχή του κορωνοϊού, η όπερα της Λιμόζ κατόρθωσε όχι μόνο να το παίξει με απόλυτη επιτυχία, αλλά και να ανακτήσει τους θεατές της διαγράφοντας μια πορεία αισιοδοξίας και επιβεβαιόνοντας συνάμα την θέση της στο λυρικό γίγνεσθαι της Γαλλίας. Επί πλέον, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό το λυρικό έργο παίχτηκε στην εξηκοστή επέτειο από της ιδρύσεως του λυρικού θεάτρου αυτής της πόλης.
Το λυρικό έργο του Σαρλ Γκουνό, όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, εμπνεύστηκε από την ομώνυμη θεατρική και προφανώς σε όλους μας γνωστή τραγωδία του Γκαίτε. Αυτός με την σειρά του στηρίχθηκε στο θρύλο ενός υπαρκτού προσώπου του δόκτωρα Georgius Sabellicus Faustus Junior ο οποίος έζησε στην νότια Γερμανία στις αρχές του 16ου αιώνα και ασχολήθηκε με τις απόκρυφες επιστήμες με κλίση κυρίως στη δαιμονολογία Ο βίος του συγχέεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το θρύλο καθώς δε και στα προφανή ψευδή λεγόμενά του. Την ίδια εποχή, ο άγγλος θεατρικός συγγραφέας Κρίστοφερ Μάρλοου (Christopher Marlowe) έγραψε το έργο Η τραγική ιστορία του Δόκτορα Φάουστους (The Tragical History of Doctor Faustus). Με αυτή τη δημιουργία ο συγγραφέας έθετε την ανθρώπινη ανικανότητα ή και ακόμη αναπηρία ενώπιον του διαβόλου αποσκοπώντας να την υπερβεί το άτομο με την στήριξή του. Στηριζόμενος στα χαρακτηριστικά του αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου, με το χορό, αλλά και κυρίως με την αντίληψη της ύβρεως, δηλαδή την υπερεκτίμηση των ανθρωπίνων δυνάμεων απέναντι στην θεϊκή βούληση, παρουσιάζει τον Φάουστ σαν ένα νέο Ίκαρο τον οποίο καταστρέφει η παράβαση των θείων νόμων. Στον 19ο αιώνα, ο Γκαίτε πιο κοντά στην αντίληψη της σχολής του ρομαντισμού, ο σοφός πλέον Φάουστ , όντας περισσότερο φιλόδοξος βρίσκεται ανάμεσα από τα υψηλά και ευγενή ιδανικά από την μια μεριά και από την άλλη την άμεση εκπλήρωση των κτηνωδών παθών. Πιο αισιόδοξος ο Γκαίτε σκιαγραφεί την σωτηρία του Φάουστ χάρις στις προσευχές της Μαργαρίτας.
Ο Σαρλ Γκουνό που συνέθεσε την ομὠνυμη όπερα, εμπνεύστηκε άμεσα από τον Γκαίτε και στάθηκε αρκετά κοντά στην ιστορία του θεατρικού έργου. Ωστόσο όμως, παραμένει λογότερο αισιόδοξος καθόσον η μοίρα του Φάουστ είναι προδιαγεγραμμένη και η Μαργαρίτα διαβλέπει την δαιμονική υποταγή του και παρόλη την θανατική της καταδίκη αρνείται να ενδώσει στη βοήθεια του Φάουστ και του Μεφιστοφελή.
Η υπόθεση είναι πιο εύκολη στον Γκουνό ο οποίος συνέθεσε την όπερα και η προσοχή του στρέφεται περισσότερο στην ηθική υπόσταση του ατόμου από ό,τι στον Γκαίτε ο οποίος βασικά είναι πιο κοντά στην παράδοση της δαιμονολογίας, καθόσον ο Φάουστ πουλά απλά την ψυχή του στο βωμό της νιότης και του έρωτα. Στο επίκεντρο του έργου βρίσκεται περισσότερο η Μαργαρίτα η οποία πληρώνει σκληρά τις αδυναμίες της , αλλά η ψυχή της σώζεται. Η Μουσική αυτού του έργου, δεν ακολουθεί τα χαρακτηριστικά από τις ιταλικές συνθέσεις που αποσκοπούν στις αντιθέσεις έντασης και εύρους ήχων, αλλά ο Γκουνό, όντας ίσως ένας τυπικός εκπρόσωπος της γαλλικής μουσικής παράδοσης, προτιμά τις αποχρώσεις οι οποίες δημιουργούν εσωτερικές εντάσεις στον θεατή και ενισχύουν μέσα από τις νότες το δράμα του Φάουστ και της Μαργαρίτας. Ένα δύσκολο σημείο είναι η απόδοση του ρόλου του Μεφιστοφελή ο οποίος από την μια μεριά θέλει να είναι αρεστός στο θύμα του και από την άλλη να διαφαίνεται και να αισθάνεται ο ακροατής την καταχθόνια προέλευσή του και αυτό μέσω ενός βαθύφωνου.
Αυτή όπερα είναι μια από τις πιο συχνά ανεβασμένες και μαζί με την Κάρμεν του Μπιζέ και την Τραβιάτα του Βέρντι έχει περισσότερο παιχτεί. Αυτό δεν αίρει τις δυσκολίες των αποχρώσεων, την έκφραση της επίθεσης του Κακού ως προς το Καλό, την αδύναμη προσωπικότητα της Μαργαρίτας, αλλά και την ταλάντευση του βασικού ήρωα ανάμεσα στην δαιμονική υποταγή του και στην υποσυνείδητη και ανεπιτυχή προσπάθεια να ξεφύγει.
Η όπερα της Λιμόζ, προκειμένου να ξεφύγει από αυτές τις δυσκολίες κατέφυγε σε μια πρωτοτυπία θέτοντας επί σκηνής δύο καλλιτέχνες για τό ίδιο πρόσωπο: Ο ένας ήταν χορευτής και ο άλλος τραγουδιστής- ηθοποιός. Ο πρώτος αντανακλούσε τον εσωτερικό κόσμο και την υποφαινόμενη κατάσταση του προσώπου ενώ ο άλλος την κανονική και δραματική παρουσία του επί της σκηνής ήρωα. Η Χορευτική προσθήκη ήταν απόλυτα επιτυχής και αυτό δεν επηρέασε αρνητικά την παράσταση. Αντίθετα θα μπορούσε να αισθανθεί ευχερέστερα όλες τις αποχρώσεις αυτου του εξώκοσμου έτσι όπως παρουσιάζεται με την ονειρική αντίληψη του Γκουνό σαν φυσική συνέχεια των Γκαίτε και Μάρλοου.
Ο Διευθυντής ορχήστρας ο Pavel Baleff που αποτελεί απόκτημα για την ορχήστρα της Λιμόζ και διακρίθηκε στη Γερμανία στο Baden Baden, όχι μόνο απέδωσε όλες τις αποχρώσεις της μουσικής τις οποίες έχουμε προαναφέρει, αλλά και έκανε τον θεατή να αισθανθεί τις αποχρώσεις του έργου και να συμπάσχει με τους ήρωες. Όπως πάντα η χορωδία ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της όπερας και ήταν κάτω από την διεύθυνση της αλβανικής καταγωγής Arlinda Le Roux Majollari η οποία θήτευσε με την ίδια ιδιότητα στην όπερα των Παρισίων. Η σκηνοθεσία των Claude Brumachon και Benjamin Lamarche ήταν ελλειπτική και σεβόμενη ασφαλώς την υπόσταση των προσώπων, αποσκοπούσε στην υποβολή εντυπωσεων και αισθήσεων χωρίς να αποσπάται η προσοχή του θεατή με διάφορα αντικείμενα. Επιπλέον σεβάστηκε την ευαισθησία του κοινού και δεν κατέφυγε σε βάρβαρες σκηνες με τον θάνατο του μωρού όπως το έχουν κάνει μεγάλες και επώνυμες σκηνές. Τις διαστάσεις αυτού του εγκλήματος τις αποδίδει η μουσική και ο διακριτικός λόγος του λιμπρέτου. Κανείς από τους καλλιτέχνες δεν υστέρησε και θα μπορούσαμε να σταθούμε στον Julien Dran στο ρόλο του Μεφιστοφελή με όλες τις αποχρώσεις που προαναφέραμε στην αντινομία του Διαβόλου, γοητευτικού μεν αλλά και επαχθούς. Μας θύμισε έντονα τον μεγάλο Βαρύτονο José Van Dam.
Η όπερα της Λιμόζ με την επιτυχή καινοτομία της στους δύο καλλιτέχνες και την άριστη ερμηνεία σε όλες τις λεπτομέρειες και ασφαλώς μια προσεγμένη διανομή ρόλων έδωσε μια πολύ υψηλού επιπέδου παράσταση και αυτή η παραγωγή θα μπορούσε να είναι και ένα σημείο αναφοράς για τον Φάουστ του Γκουνό. Αυτό που θα ήταν δύσκολο ή και ίσως αδύνατο είναι να βρούμε ελαττώματα σε αυτή την παράσταση και ασφαλώς πρέπει να συγχαρούμε την δημοτική αρχή και την διοίκηση καθώς δε και τους καλλιτέχνες για αυτή τη δημιουργία.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.623)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(504)
- Ελλάδα(127)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.197)
- Εκδηλώσεις(1.573)
- Ήπειρος(1.962)
- Αθλητικά(2.933)
Αρθρογραφία
Είσοδος