Συνηθισμένη η επιστημονική κοινότητα να θέτει, κυρίως όμως να απαντά σε ρωτήματα που πολλές φορές έχουν περισσότερες από μία προφανείς απαντήσεις. Μπροστά σε ένα ακόμη τέτοιο σημαντικό ερώτημα βρίσκεται η παγκόσμια ιατρική κοινότητα, που καλείται να εξηγήσει αρχικά και να πείσει στη συνέχεια τον γενικό πληθυσμό, ότι το μοντέλο των προληπτικών ιατρικών εξετάσεων για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας θα πρέπει να αλλάξει.
Το τεστ Παπανικολάου που αποτέλεσε μία πραγματική ιατρική και επιστημονική επανάσταση, αντέχοντας στο χρόνο πολλές δεκαετίες και επιβεβαιώνοντας διαχρονικά την αξία του ως επιστημονική ανακάλυψη, εφαρμόζεται ως μέθοδος προληπτικής εξέτασης από εκατομμύρια γυναίκες στον πλανήτη σε ετήσια βάση.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας όμως, προτείνει πλέον μετά από χρόνια ερευνών και μελετών, αντί για το τεστ ΠΑΠ να γίνεται κάθε πέντε χρόνια ένα γονιδιακό τεστ (HPV- DNA test), που με μεγαλύτερη ασφάλεια και αξιοπιστία θα δείχνει εάν η γυναίκα φέρει ή όχι τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων. Οι αναφορές και οι επιστημονικές δημοσιεύσεις δείχνουν ότι η μέθοδος αυτή μπορεί να φτάσει σε ποσοστό αξιοπιστίας ακόμη και το 100% ενώ σε γενικό μέσο όρο η επιβεβαίωση μέσω του τεστ ΠΑΠ κινείται μεταξύ 50-60%.
Σύμφωνα με τον καθηγητή μαιευτικής – γυναικολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων και πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Κολποσκόπησης και Παθολογίας του Τραχήλου Ευάγγελο Παρασκευαϊδη, δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση σχετικά με την μεγαλύτερη αξιοπιστία της νέας μεθόδου σε σχέση με το τεστ ΠΑΠ.
Η αποδοχή όμως της νέας μεθόδου δε μπορεί να γίνει τόσο εύκολα και απλά με δεδομένο, ότι όπως ανέφερε, υπάρχει έντονος προβληματισμός, γιατί η νέα μέθοδος παρουσιάζει ως θετικά τα δείγματα σε πολλαπλάσιο ποσοστό σε σχέση με το τεστ ΠΑΠ, κάτι που δημιουργεί ζητήματα διαχείρισης.
«Πώς θα διαχειριστούμε όλον αυτόν τον πληθυσμό, όταν στις 100 γυναίκες, τα δείγματα θα είναι σχεδόν όλα θετικά; Υπάρχουν γι’ αυτό διάφορες σκέψεις και προτάσεις όπως να γίνεται αυτή η εξέταση μόνο σε γυναίκες άνω των 30 ετών, όπου η πιθανότητα εμφάνισης της λοίμωξης αρχίζει να μειώνεται. Μπορεί ακόμη να γίνεται ένας συνδυασμός των δύο τεστ ή να ερευνώνται και άλλα ίχνη της παρουσίας της λοίμωξης», ανέφερε ο κ. Παρασκευαϊδης που δεν έκρυψε και αυτός τον δικό του προβληματισμό για τον τρόπο εφαρμογής της νέας μεθόδου πρόληψης.
Τι κάνουν οι ευρωπαίοι;
Προσπαθώντας να απαντήσουν στα ερωτήματα που διατυπώνονται οι προηγμένες ιατρικά χώρες εξετάζουν τρόπους εφαρμογής της νέας μεθόδου, με τρόπο όμως, που δε θα ενσπείρει τον πανικό στον γενικό πληθυσμό. Η Ολλανδία από το 2016 αρχίζει να εφαρμόζει τη νέα μέθοδο πρόληψης, ενώ στη Βρετανία, η νέα μέθοδος εφαρμόζεται ήδη πιλοτικά όμως και σε συγκεκριμένες περιοχές, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την επίδραση στον γενικό πληθυσμό και τις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, από μία ενδεχόμενη μαζική προσφυγή των γυναικών για επιπλέον εξετάσεις προκειμένου να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν τα αρχικώς θετικά δείγματα.
Και τι κάνουμε
στην Ελλάδα
Το μείζον θέμα για την ελληνική επιστημονική – ιατρική κοινότητα ωστόσο δεν έχει να κάνει με το εάν υπάρχει ή όχι επιλογή της καλύτερης μεθόδου, όσο με το ότι ακόμη και σήμερα το ποσοστό του πληθυσμού που καταφεύγει στον πρωτογενή ή στο δευτερογενή προληπτικό έλεγχο είναι εξαιρετικά μικρό, φτάνοντας μόλις το 30%.
«Φοβάμαι, ότι για αρκετό καιρό ακόμη θα συζητάμε για την επιλογή της μεθόδου, χωρίς να έχουμε λύσει το κύριο ζήτημα που είναι η μαζικότητα της πρόληψης και θα απευθυνόμαστε σε μικρό κομμάτι του πληθυσμού», τόνισε ο κ. Παρασκευαϊδης.
Η νοοτροπία και η ευθύνη των ιατρών
Το ζητούμενο είναι φυσικά να εντοπιστούν τα αίτια αυτής της στάσης του ελληνικού πληθυσμού, που εμφανίζει μία μεγάλη δυσπιστία απέναντι στον προληπτικό εμβολιασμό και σε δεύτερο επίπεδο να υπάρξουν διαφορετικές στρατηγικές επιλογές ώστε να αλλάξει η στάση αυτή.
Ο κ. Παρασκευαϊδης παραδέχθηκε πως μία από τις αιτίες που προκαλούν τη στάση αυτή είναι και η ασαφής θέση για το ζήτημα από πολλούς γυναικολόγους, που προφανώς δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι. «Υπάρχουν πολλοί γιατροί που είναι επιφυλακτικοί ακόμη και στον εμβολιασμό με συνέπεια, η επιφυλακτικότητα αυτή, να μεταφέρεται στις ασθενείς που αντιμετωπίζουν τον έλεγχο και τον εμβολιασμό με καχυποψία», σημείωσε, για να προσθέσει πως αυτό το φαινόμενο μπορεί να αλλάξει με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι με την καλύτερη γνώση και πληροφόρηση του κοινού και ο δεύτερος με την αλλαγή στάσης της Πολιτείας.
«Μπορεί να αλλάξει εάν η Πολιτεία επιβάλλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό στα κορίτσια κατά τη μετάβασή τους από το δημοτικό στο γυμνάσιο, εκτός κι αν υπογράψουν σχετικά οι γονείς τους, ότι δεν επιθυμούν τον εμβολιασμό. Θα μπορούσε ίσως να εξεταστεί και το ενδεχόμενο να μην ανανεώνονται τα βιβλιάρια υγείας, εάν δεν προσκομίζονται ανά δύο χρόνια, τα αποδεικτικά της διενέργειας τεστ ΠΑΠ ή τεστ DNA», κατέληξε.
Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.825)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(508)
- Ελλάδα(128)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.223)
- Εκδηλώσεις(1.595)
- Ήπειρος(1.964)
- Αθλητικά(2.963)
Αρθρογραφία
Είσοδος