Έκταση περίπου 250 στρεμμάτων, που έκαψε χαμηλή θαμνώδη βλάστηση από κέδρα και πυξάρια, σημεία με αναγέννηση Μαύρης Πεύκης, μαζί με μερικές δεκάδες δένδρα Μαύρης Πεύκης είναι ο τελικός απολογισμός της πυρκαγιάς στη Βάλια Κάλντα.
Αυτός ο απολογισμός μαζί με αναλυτικές λεπτομέρειες για το ιστορικό της πυρκαγιάς από την έναρξή της στις 20 Ιουλίου, την αντιμετώπισή της μέχρι την κατάσβεσή της γίνεται από τον Αντιπύραρχο – Δασολόγο Κωνσταντίνο Δαλάτση, Περιφερειακό Εκπρόσωπο του Πυροσβεστικού Σώματος Ηπείρου, που απέστειλε στα τοπικά μέσα ένα ενδιαφέρον ενημερωτικό ιστορικό για την πυρκαγιά με το σύνολο των πληροφοριών για αυτήν.
Όπως αναφέρει ο κ. Δαλάτσης, το προηγούμενο διάστημα, τόσο κατά την εξέλιξη της πυρκαγιάς, όσο και μετά την κατάσβεσή της, υπήρξαν αναφορές και δημοσιεύματα στον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο, που μιλούσαν για οικολογική καταστροφή στον Εθνικό Δρυμό, για ολιγωρία και καθυστέρηση στην επιχείρηση, ενώ κάποιοι την παραλλήλισαν με την πυρκαγιά στη Δαδιά του Έβρου. Έτσι σημειώνεται με νόημα, πως επειδή η μόνη εικόνα που είχαν περιοριζόταν σε καπνούς ορατούς από απόσταση πολλών χιλιομέτρων, θα έπρεπε να ζητούν και να έχουν λάβει επαρκή πληροφόρηση από τις καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες (Πυροσβεστική, Δασαρχείο κ.λπ).
«Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να γίνει σαφές ότι μία έρπουσα πυρκαγιά μερικών στρεμμάτων, ακόμα και αν διήρκησε αρκετά λόγω των εγγενών ιδιαιτεροτήτων που εμφάνιζε, δεν είναι δυνατό να συγκρίνεται με πυρκαγιές που κατέκαυσαν χιλιάδες στρέμματα δάσους ή να παρουσιάζεται αυθαίρετα και με ελαφρότητα ως μια, ανακόλουθη με την πραγματικότητα, καταστροφή», τονίζεται.
Πως εξελίχθηκε η πυρκαγιά
Η έναρξη της πυρκαγιάς στις 20 Ιουλίου στις 16.10 στην περιοχή «Τσακατούρα» αποδίδεται σε πτώση κεραυνού. Η προσέγγιση στο σημείο από τα πεζοπόρα τμήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας έγινε κατόπιν πεζοπορίας αρκετών ωρών, με τις πρώτες δυνάμεις να φτάνουν στο σημείο αργά το βράδυ οπότε και προσπάθησαν, κάτω από αντίξοες συνθήκες και με κίνδυνο της σωματικής τους ακεραιότητας, να ελέγξουν την πυρκαγιά, η οποία όμως είχε ήδη λάβει διαστάσεις και είχε επεκταθεί σε μία έκταση 4 στρεμμάτων με διάσπαρτες εστίες.
«Η περιοχή είναι ιδιαίτερα δύσβατη, με πολύ μεγάλες κλίσεις εδάφους, βραχώδεις εξάρσεις και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε ήδη βραδιάσει καθιστούσε την όλη επιχείρηση κατάσβεσης ιδιαίτερα επικίνδυνη για τις πυροσβεστικές δυνάμεις.
Τις επόμενες ημέρες η κατάσβεση της πυρκαγιάς συνεχίσθηκε με ενίσχυση από δασοκομάντος της 5ης Ειδικής Μονάδας Δασικών Επιχειρήσεων (που εδρεύει στα Ιωάννινα) καθώς επίσης και με δυνάμεις από τις Π.Υ. Γρεβενών και Κοζάνης, που συνεργάστηκαν αρμονικά υπό τις εντολές τόσο του Διοικητή της Περιφερειακής Πυροσβεστικής Διοίκησης Ηπείρου όσο και του Διοικητή της Περιφερειακής Πυροσβεστικής Διοίκησης Δ. Μακεδονίας διαδοχικά, ενώ στο συμβάν συνέδραμαν κατά διαστήματα από αέρος και ελικόπτερα τύπου Erickson Sikorsky S-64, Mi 8 κλπ. Οι επιχειρήσεις από αέρος σε περιοχές με πολύ μεγάλες κλίσεις εδάφους έχουν ένα σημαντικό μειονέκτημα, καθώς η ρίψη νερού από μεγάλο ύψος έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές να μετακινούνται κομμάτια από φλεγόμενους κορμούς και κουκουνάρια, τα οποία κατρακυλούν προς τα κάτω και μεταδίδουν την πυρκαγιά.
Παρόλα αυτά η πυρκαγιά μέσα σε λίγες μέρες κατάφερε να ελεγχθεί, στο μεγαλύτερο μέρος της περιμέτρου, από τις επίγειες δυνάμεις και όλες τις επόμενες ημέρες απλώς γίνονταν προσπάθειες σταθεροποίησης των φλεγόμενων κορμών προκειμένου να μην κατρακυλήσουν και μεταδώσουν εκ νέου την πυρκαγιά.
Η εν λόγω πυρκαγιά αν και θεωρείται μικρή ως προς την έκταση που έκαψε αλλά και ως προς την επίδρασή της στο δασικό οικοσύστημα, αντιμετωπίστηκε από την πρώτη στιγμή με ιδιαίτερη σπουδή από την υπηρεσία καθώς η Διοίκηση του συμβάντος ασκήθηκε διαδοχικά από δυο Ανώτατους Αξιωματικούς της
ευρύτερης περιοχής. Σε πολλά μάλιστα σημεία στα οποία κάηκε η παρεδάφια βλάστηση δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για την βλάστηση των σπόρων του πεύκου και την αναγέννηση της περιοχής. Η φυσική αναγέννηση των δασών αυτών, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες και μελέτες, ευνοούνται ιδιαίτερα από την πυρκαγιά με την βασική προϋπόθεση αυτή να γίνεται με συχνότητα πέραν των τριάντα ετών περίπου. Εάν καίγονται τακτικότερα τότε οδηγούμαστε σε υποβάθμιση του οικοσυστήματος λόγω κυρίως της καταστροφής της φυσικής αναγέννησης και της έκπλυσης του εδάφους. Το μεγάλο πρόβλημα στις μέρες μας δημιουργείται, ως συνήθως, από την παρουσία του ανθρώπου μέσα σε αυτά τα οικοσυστήματα με έντονο κίνδυνο για άκρως καταστροφικά αποτελέσματα, ειδικά δε σε περιπτώσεις όπου παρατηρείται μίξη οικιστικού ιστού και δάσους», αναφέρει ο κ. Δαλάτσης.
Related Posts
-
8 Νοεμβρίου 2024 -
7 Νοεμβρίου 2024 Μεγάλες ζημιές στη Μητρόπολη από την πυρκαγιά
-
2 Οκτωβρίου 2024 Νοσηλεύεται σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση
-
20 Σεπτεμβρίου 2024 Σε εξέλιξη οι έρευνες για την φωτιά στο παλιό λατομείο
-
19 Σεπτεμβρίου 2024 ΣΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ Κινητοποίηση της πυροσβεστικής για φωτιά σε παλιό λατομείο
-
31 Αυγούστου 2024 Μία δύσκολη ημέρα για την Πυροσβεστική
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.614)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(504)
- Ελλάδα(127)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.194)
- Εκδηλώσεις(1.571)
- Ήπειρος(1.962)
- Αθλητικά(2.932)
Αρθρογραφία
Είσοδος