Αποκριές 198…
Ο Νίκος, ο Τάσος, η Ελισάβετ, ο Αλέξης, ο Κωσταντής, ο Κώστας, ο Γιώργος, η Κατερίνα, η Μάρθα, η Γεωργία, ο Ηλίας, η Μαρία και η Πόπη, φτιάξαμε μια παρέα (όμιλο, μπουλούκι), κάτι ανάμεσα από Μπατίδους,
“Πάρα πολύ μπατίδεψα, βγήκ’ απ’ το νισάφι
η μάνα μου με καρτερεί κι εγώ είμαι στο σοκάκι “
και Καραμπέρηδες
“Χαλασιά σ’ Καραμπεριά ,με τα γλέντια τα πολλά
Χαλασιά σ’ Καραμπεριά, μέρα νύχτα στα βιολιά”.
Φορούσαμε άλλοι φουστανέλα, άσπρες κάλτσες, πουκάμισο με πλατιά μανίκια, σκούφια τσακιστή, ζουνάρι, όπως οι Μπατίδοι και άλλοι με τα καθημερινά μας, όπως οι Καραμπέρηδες!
Οι όμορφες της παρέας μας ήταν μια οπτασία από τον κόσμο των ονείρων. Όπου πηγαίναμε τις προσέχαμε. Πολλοί ήθελαν στο χορό να πιαστούν δίπλα τους! Πολλοί ήταν που δεν έπαιρναν από πάνω τους τα μάτια τους και ταξίδευαν!
Το σούρουπο γλυκό, δεν έλεγε ακόμη να υποχωρήσει στο σκοτάδι. Ο Νίκος
σφύριξε την αναχώρηση, με μια σφυρίχτρα, με μπιρμπίλι μέσα της.
Με το σφύριγμα, πριν πεις κρεμμύδι, μαζευόμασταν για φευγιό, για ξεκίνημα τραγουδιών, χορού…
Είχαμε και σκόπια (μαγκούρες), που ήταν αναγκαία, για τα όσα παρουσιάζαμε.
Ξεκινήσαμε απ’ τα Τσιγγέλια, τέρμα Βηλαρά. Ο Νίκος, που ήταν ο μπροστάρης μας, ζήτησε από τους διοργανωτές, να πούμε τραγούδια με το στόμα. Μετά το πρώτο τραγούδι, γέμισε ο κύκλος. Μετά από πέντε τραγούδια το σφύριγμα της αναχώρησης στενοχώρησε πολλούς, που παρακαλούσαν να συνεχίσουμε ή να υποσχεθούμε ότι θα επιστρέψουμε αργότερα. Μας κέρασαν.
Η επίσκεψή μας στη φωτιά του γηροκομείου, είχε τα δικά της. Στην αρχή μας είπαν ότι δε μπορούν να σταματήσουν τη μουσική, που ακουγόταν. Ένας από τη γειτονιά είπε πως πρέπει ν’ ακουστούν και τραγούδια με το στόμα. Με το πρώτο τραγούδι η συμμετοχή ήταν μεγάλη! Είπαμε δέκα τραγούδια και μας έλεγαν να συνεχίσουμε, να μη σταματήσουμε! Μας κέρασαν αλλά το σφύριγμα του Νίκου σήμαινε αναχώρηση και έγινε!
Στην Καλούτσια μας υποδέχτηκαν με χαρές. Είχαμε γνωστούς! Μας κέρναγαν για να μη σταματήσουμε! Μας έδιναν μεζέδες, τσίπουρο και κρασί για τον γκιργκλιάγκο (λαρύγγι), ν’ ακούγεται πιο μελωδική η φωνή μας!
Περάσαμε από τη συνοικία Αηδόνια. Κατηφορίσαμε στους λόφους του Τζίμη ή Λακκώματα. Ανεβήκαμε στη Λούτσα, στα Ζευγάρια. Πήγαμε στην Καραβατιά, στο Πλάτανο…
Παντού λέγαμε τα τραγούδια:
“Ξύλα για τς απουκριές. Βάβου από το Κάστρο. Δε δουλεύω τη Δευτέρα. Πίσω απ’ την παλιά στρατώνα. Πως το τρίβουν το πιπέρι. Κατ’ φουρνάου στου παζάρι. Μια κοκκινοφορεμένη. Όταν ήμουνα μπεκιάρης. Αγάπησα μια γύφτισσα. Στης ακρίβειας τουν γκιρό. Έχασα την Γαϊδούρα μου. Πέντε ποντικοί. Εκεί που εκαθόμουνα εγώ και η καλή μου. Θέλω και ‘γώ να παντρευτώ. Κρίμα ήταν που γέρασα. Πέρασα που ‘να γιοφύρι. Στην καλύβα μ’ ο καημένος”.
Τα λέγαμε με τη σειρά που κανόνιζε ο Νίκος, ο μπροστάρης μας. Δεχόμασταν και παραγγελιές.
Στην παρέα μπήκαν, ένας Σιαραβνός , ένας Λειβαδουτ’νός, ένας Λουτσ’νός, μια Καλουτσιασμιώτ’σα, μια Ζιβγαριώτ’σα, μια ομορφοκαστρινιά, ένας Καραβατιανός…
Η παρέα ήταν μεγάλη σαν φθάσαμε στο Κάστρο.
Εμείς που ήμασταν ντυμένοι Μπατίδοι, πλησιάσαμε πρώτοι την Τζαμάλα
Περπατούσαμε περήφανα, όπως τότε οι Μπατίδοι, με το αριστερό τμήμα του κορμιού μας πιο μπρος από το υπόλοιπο, σειώντας με τη σειρά τους ώμους μας, και κουνώντας προς τα πίσω το δεξί χέρι με το άσπρο φαρδομάνικο!
Εκεί έγινε μεγάλο γλέντι. Λέγαμε εμείς ένα τραγούδι, απαντούσε ο Κώστας με τον Τότο, και άλλους, με άλλο. Τραγουδούσαμε και χορεύαμε όλοι μαζί. Μπήκαμε στα μεράκια με τραγούδια που λέγαμε με το στόμα, χωρίς μουσική.
Τούς τρέλανε ένας άνδρας, που ήταν ντυμένος δεσποινίδα με λυγερό κορμί και ζηλευτή φορεσιά, με τα καμώματα που έκανε μαζί μας. Μας ζήλευαν, γιατί την είχαμε στην παρέα μας. Δεν τολμούσε κάποιος να την (τον) πειράξει!
Στην παρέα μπήκε μια ομορφιά με μικρούς τσιαμτσιαράδις (κρόταλα χεριών ή ζίλια). Ζουρλάθηκαν αρκετοί άνδρες, με τον ένα που ήταν άνδρας και την άλλη την πολύ όμορφη δεσποινίδα και πιο πολύ με τις όμορφες που ήταν μαζί μας .
Είπαμε και Σιακάδες (αθώα αστεία) και πειραχτικά Τζιανανέδες!
Έξη φορές είπαμε το : “Πώς το τρίβουν το πιπέρι”, με τον Νίκο στο λουρί.
Μια ομορφιά κάθε τόσο έλεγε: “Θε μου ας μη φέξη”.
Έπειτα, με τη μουσική χορέψαμε σε τρεις κύκλους, που όλο και μεγάλωναν!
Μετά ήρθαν οι λαγάνες, οι ελιές, ο χαλβάς, η ταραμοσαλάτα, τα σκόρδα, τα κρεμμύδια. Το κρασί ήταν άφθονο και όταν μας ζάλισε, αρχίσαμε πάλι το “πως το τρίβουν το πιπέρι”. Ξάπλα όλοι και πάνω όλοι! Έπειτα αρχίσαμε να πηδάμε πάνω από τη φωτιά, που είχε χαμηλώσει.
Κάποια στιγμή μοιράστηκαν χαρτιά με στιχοπλάκια. Αρχίσαμε τα δίστιχα:
Τρεις ομάδες! Χορεύαμε στα τρία.
Αγάπα ‘με πουλάκι μου, πως μ’ αγαπούσες πρώτα,
λόγια του κόσμου μην ακούς, μον την καρδιά σου ρώτα
Αγάπησα κι εγώ ο ορφανός ένα γρουμπούλι χιόνι
κι όσο να μπω κι όσο να βγω, μ’ το πήραν οι γειτόνοι.
Ανάθεμα τα Γιάννινα πω ‘χουν στενά σοκάκια
και παραθύρια με γυαλιά, που στάζουν τα φαρμάκια.
Ας τραγουδήσω να χαρώ, να παίξω να γελάσω,
τα νειάτα δεν ξανάρχονται, να τα ξαναγοράσω.
Άφσ’τα τώρα τα γινάτια, κι έλα φίλα με στα μάτια
Αχειλάκι μου γραμμένο , συ με έχεις σκλαβωμένο.
Μαυροματού Γιαννιώτισα, με γαϊτανένια φρύδια
και με κατάξανθα μαλλιά, με ζώνουνε τα φίδια.
…………………………….
Άειστε παιδιά να φύγουμε, να πάμε σ’ άλλον τόπο
να βρούμε το κρασί φτηνό, κι ας κάνουμε και κόπο.
Στον τόπο του γλεντιού και της χαράς, έμειναν λίγοι και στο τέλος, κατά το πρωί, μόνο λίγα ξύλα να καπνίζουν και η ζεστή χόβολη!
Γράφει ο Γιώργος Μακρίδης
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.623)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(504)
- Ελλάδα(127)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.197)
- Εκδηλώσεις(1.573)
- Ήπειρος(1.962)
- Αθλητικά(2.933)
Αρθρογραφία
Είσοδος