Πιάστε την, φώναξε. Την έδειξε με το χέρι, πάνω από το άλογό του. Φεγγοβολούσε η δεκαεπτάχρονη Άνοιξη που ακύρωνε την κάθε καταιγίδα, την κάθε παγωνιά, τον σκληρό χειμώνα.
Την είχε ξαναδεί στην αγορά, μα δεν είχε δώσει τέτοια διαταγή.
Το πανέμορφο ζαρκάδι δεν έχασε χρόνο. Εκεί στη διασταύρωση της Τσαπαλάμου με τη Γλυκήδων, σκαρφάλωσε στον τοίχο και πήδηξε από την άλλη μεριά. Ένα παλληκάρι έκλεισε την πόρτα που ήταν περίπου στη γωνία και την αμπάρωσε. Οι φρουροί του Αλή Πασά και ο ίδιος, βρέθηκαν στο σημείο που πήδηξε το ροδοπέταλο σε τρικυμισμένη θάλασσα, που του έδενε ο φόβος τα πόδια.
Πήδηξαν και αυτοί. Ο Αλή Πασάς παρακολουθούσε πάνω από το άλογό του. Το θηλυκό άρωμα ζωής, τρέχοντας στο, εβδομήντα περίπου μέτρα χωράφι, έφθασε στον άλλο διαχωριστικό τοίχο, που ήταν πιο ψηλός. Το παλληκάρι έφθασε κοντά της. Έπλεξε τα δάχτυλά του. Η ομορφιά πάτησε σε αυτά και μετά στους ώμους του, σκαρφάλωσε, όπως ανατέλλει ο Ήλιος, αργά-αργά και υψώνεται στον ουρανό, υποτάσσοντας την πλάση με τη θέρμη, τη λάμψη και το μεγαλείο του και χάθηκε πίσω από τον τοίχο.
Οι φρουροί του Αλή όρμησαν στο παλληκάρι. Ο πιο γρήγορος όρμησε να τον πιάσει. Με μια επιδέξια κίνηση το παλληκάρι του άρπαξε το χέρι, στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του και ο φρουρός βόγκηξε, πέφτοντας κάτω. Ο άλλος φρουρός όρμησε σηκώνοντας το σπαθί του. Το παλληκάρι έπιασε τον καρπό του χεριού του και στριφογύρισε, για δεύτερη φορά. Μετά άρπαξε το σπαθί. «Σταματήστε», φώναξε ο Αλή Πασάς.
Οι φρουροί ήταν ξαπλωμένοι κρατώντας τα πονεμένα χέρια τους. Έπειτα φώναξε στο παλληκάρι: «Θέλω να σε έχω στη φρουρά μου. Είσαι νέος και πολύ δυνατός. Το κορίτσι σου αξίζει».
Του πετάει ένα πουγκί και του λέει: «Πάρε αυτά για τα έξοδα του γάμου».
Ήταν αρκετά πριν φέξει. Μια βάρκα έπλεε προς το νησί της Παμβώτιδας. Σταμάτησε στο σκάλωμα, λίγο πιο πέρα από το μοναστήρι της Δουραχάνης, Κατέβηκαν το παλληκάρι και η δροσοσταλιά της Άνοιξης. Θα πήγαιναν μακριά …
Την ανέβασε στο άλογο και περπατούσε κρατώντας το χαλινάρι. Άφηναν πίσω τους τα Γιάννινα, τη λίμνη, τους αγαπημένους τους, για τη δική τους αγάπη. Μιλούσαν για πολλά. Η φωνή της έσβηνε όπως το κύμα σε αμμουδιά με λίγο βάθος. Το μέλωμα απ’ το πρόσωπό της δεν ήταν δυνατόν να δύσει. Όμοια με το άνοιγμα των λουλουδιών στο πρώτο αυγινό φως της Άνοιξης. Χαμογελούσαν, γελούσαν. Αυτή σαν άγγελος στα σύννεφα του δειλινού. Αυτός σαν τον Ηρακλή, σαν τον Απόλλωνα. Το γέλιο της κελάρυζε, όπως το γάργαρο νερό.
Την κοίταζε στα μάτια καταπώς βυθίζεται το ζεστό ψωμί στο αγνό λάδι. Καταπώς πίνει ο διψασμένος οδοιπόρος το νερό της Σουρπάτας.
Γράφει ο Γιώργος Μακρίδης
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.623)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(504)
- Ελλάδα(127)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.197)
- Εκδηλώσεις(1.573)
- Ήπειρος(1.962)
- Αθλητικά(2.933)
Αρθρογραφία
Είσοδος