Γράφει ο Παναγιώτης Νούτσος*
Συμπληρώθηκε, τον Ιούνιο που πέρασε, μισός αιώνας από τον θάνατο του G. Lukács. Κατά τον χρόνο της «μετάβασης» από το «παλαιό» στο «νέο» καθεστώς (ή όπως αλλιώς τα ονοματίσουμε με ή χωρίς εισαγωγικά) της Ουγγαρίας φιλοξενήθηκα, στο πλαίσιο των διακρατικών πανεπιστημιακών ανταλλαγών, στο «Lukács Archivum» της Βουδαπέστης (τέλος Ιουνίου – αρχές Ιουλίου 1990). Μια δεκαετία νωρίτερα, είχα δημοσιεύσει το βιβλιογραφικό σχεδίασμα: Ο G. Lukács στην Ελλάδα (1980), το οποίο «αξιοποίησαν» συνεργάτες του περιοδικού Διαβάζω (Απρ. 1981, 42), ενώ το 1982 ως εισαγωγή (κυκλοφόρησε και αυτοτελώς) στην ελληνική μετάφραση της «Τακτικής και Ηθικής» δημοσίευσα το μελέτημα: «G. Lukács. Η ενότητα θεωρίας και πράξης στο κέντρο της φιλοσοφίας της ιστορίας» (7-42).
Εκτοτε, και ιδίως στη «Σοσιαλιστική σκέψη» και τα ξενόγλωσσα βιβλία μου, δεν περνούσαν απαρατήρητες οι αισθητικές του αντιλήψεις και ο τρόπος πρόσληψής τους από την εγχώρια διανόηση. Ετσι, στη μονογραφία μου για τον Πατρίκιο αφιέρωσα (2006, 37-38) ειδικό κεφάλαιο («Γιατί μεταφράζει τον Lukács;»), ανασκευάζοντας κάποιες ανακρίβειες που εμφιλοχώρησαν σε πρόσφατες τότε εργασίες. Οσο για την εισήγησή μου στο συνέδριο που οργάνωσε το Universidad de Buenos Aires (15.-17.11. 2004), δημοσιεύθηκε ήδη στα γαλλικά: «Le problème de la “direction intellectuelle” chez G. Lukács» (Δωδώνη, μέρος τρίτο, ΛΓ΄, 2004, 29-35). Βλ. και Philosophie, Université de Jannina 2010, 39-45.
Κατά τον Lukács, για να περιορισθώ σε ένα μόνο θέμα, ποιος είναι ο ρόλος της «πνευματικής πρωτοπορίας»; Ποιος, στo πλαίσιo της κοινωνικής συνείδησης, έχει την υποχρέωση ν’ αποσαφηνίζει τον σύνδεσμο των μεμονωμένων γεγονότων του παρόντος με την ολότητα του ιστορικού γίγνεσθαι; Το ερώτημα τούτο απασχόλησε ζωηρά τον Lukács, όταν ακόμη δεν είχε απαλλαγεί εντελώς από τις επιδράσεις του δασκάλου του Max Weber που τονίζει τη δύναμη της «χαρισματικής» προσωπικότητας στην αλλαγή των συνθηκών μιας κοινωνίας. Ο χθεσινός γερμανοσπουδασμένος «απολιτικός» διανοούμενος της Βουδαπέστης συμμετείχε στα επαναστατικά γεγονότα της χώρας αναγνωρίζοντας πια τη μεγάλη προσφορά του Λένιν στη συγκρότηση και καθοδήγηση του κόμματος των μπολσεβίκων και συνακόλουθα στην επικράτηση της Ρωσικής Επανάστασης.
Ισως ο Lukács να υπογραμμίζει, σ’ αυτή τη φάση της συγγραφικής του πορείας, το υποκειμενικό στοιχείο στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων της ιστορικής αλλαγής, χωρίς όμως να αποσυνδέει ριζικά το υποκείμενο από το αντικείμενο, τη συνειδητή προσωπικότητα από τις αντικειμενικές ιστορικές δυνατότητες. Στο δοκίμιό του: «Τι είναι ο ορθόδοξος μαρξισμός;» (Μάρτης του 1919), δήλωνε με έμφαση πως το «προλεταριάτο αποτελεί το συνειδητοποιημένο υποκείμενο της γνώσης της συνολικής κοινωνικής πραγματικότητας», ενώ στο δοκίμιό του: «Το πρόβλημα της πνευματικής καθοδήγησης και οι εργάτες του πνεύματος» (που ανθολογήθηκε λίγους μήνες αργότερα στο: Τακτική και ηθική), επισημαίνοντας την αδυναμία των αστών κοινωνιολόγων να ερμηνεύσουν τη γένεση και τη λειτουργία του κοινωνικού στρώματος (και όχι της τάξης) των διανοουμένων, χρησιμοποιεί χεγκελιανή γλώσσα, για να δείξει πώς η «αυτοσυνείδηση της κοινωνίας» δεν ανήκει σ’ αυτούς, αλλά στο συνειδητό προλεταριάτο που επιχειρεί την «απελευθέρωση της κοινωνίας».
Ο Lukács, μελετώντας το φαινόμενο της «εξαντικειμένισης» στη διάβρωση και τον αποπροσανατολισμό της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου, αναφέρεται συχνά στις απόψεις του Weber για τη διαδικασία «ορθολογικοποίησης» του δυτικοευρωπαϊκού καπιταλιστικού κράτους και για τον ρόλο της γραφειοκρατίας. Τις αξιοποιεί μάλιστα και τις εντάσσει στις θέσεις του Marx και του Engels για τον καταμερισμό της εργασίας, τη διάκριση ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία, την «αλλοτρίωση» του εργαζομένου και την «πλαστή» του συνείδηση. Από την αρχή του εικοστού αιώνα είχε αρχίσει, περισσότερο στη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η θεωρητική προσέγγιση της αποστολής των διανοουμένων στη γραφειοκρατική διάρθρωση του «τεχνολογικού» κράτους.
Η εξόγκωση του αριθμού των μηχανικών, των τεχνικών, των ερευνητών και των εκπαιδευτικών, των ιδιωτικών και κυρίως των δημοσίων υπαλλήλων, οδηγούσε στο συμπέρασμα πως η «πνευματική τεχνολογία» διεκδικεί μια καθοριστική θέση στη διαμόρφωση των επιλογών της κρατικής εξουσίας. Ο Lukács, που δεν απομόνωνε αυθαίρετα στις θεωρήσεις του τις παραγωγικές δυνάμεις από τις παραγωγικές σχέσεις, έβλεπε ως κύριο στόχο του προλεταριάτου την «αδιάπτωτη, πάντα καινούρια τάση να συντριβεί αποτελεσματικά η εξαντικειμενοποιημένη δομή της ύπαρξης». Ετσι συσχέτιζε την «πνευματική καθοδήγηση» με τη συνείδηση της επαναστατικής δραστηριότητας του προλεταριάτου και δεν την περιόριζε στο πλαίσιο της «ορθολογικοποιημένης» τεχνοκρατίας ούτε την ταύτιζε με τη φωτισμένη αντιπολίτευση, που αντιμάχεται την αρτηριοσκληρωτική νοοτροπία της γραφειοκρατικής élite.
Η αφετηρία των απόψεων αυτών του Lukács υπήρξε, όπως άλλωστε το δηλώνει κι ο ίδιος, η κλασική γερμανική φιλοσοφία που την αντιμετώπιζε (ακολουθώντας τον Engels) ως πνευματικό πρόγονο του μαρξισμού και των γνήσιων συνεχιστών του. Η συνείδηση στον γερμανικό ιδεαλισμό και ειδικότερα στον Hegel είχε μελετηθεί με το πρίσμα της διαπλαστικής της ικανότητας στη μορφοποίηση του εξωτερικού κόσμου. Ο νεαρός Marx, όταν προσπαθούσε να ξεπεράσει δημιουργικά τις χεγκελιανές στιγμές της σκέψης του, παρουσίασε ως κεντρικό του στόχο τη «μετατροπή της συνείδησης» με βάση την «ανάλυση της μυστικής, θολής στον ίδιο της τον εαυτό συνείδησης», που θ’ αποσαφηνίσει «πως από καιρό ο κόσμος κατέχει το όνειρο ενός πράγματος, του οποίου δεν έχει παρά να κατέχει τη συνείδηση για να το κατέχει συνειδητά». Πρόκειται για μια επαναστατική διαδικασία, σύμφωνα με την ερμηνεία του Lukács, με διπλό υπόβαθρο: τη ριζική ρήξη με τον ουτοπισμό και την προσπέλαση των «φαινομένων» με τη γνώση της «ουσίας» της ιστορίας.
Η «πλαστή συνείδηση», που γεννιέται στην εμπορευματική φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας, δεν σημαίνει πως αποκλείεται από το ίδιο το προλεταριάτο που η «μετατροπή της συνείδησής» του μπορεί ν’ αποκτηθεί «μετά από μακρές και δύσκολες κρίσεις». Η αυτονόμηση των ιδεών και η αναντιστοιχία της συνείδησης (που τις καλλιεργεί) με το κοινωνικό της είναι, επιβάλλει κάθε φορά την εξάρτηση της επανάστασης από την «ιδεολογική ωριμότητα του προλεταριάτου», αν και στην ανάπτυξή του η «πλαστή συνείδηση» παίζει ένα διαφορετικό ρόλο απ’ ό,τι στις άλλες τάξεις: «ακόμη και στα αναντίρρητα λάθη του ενυπάρχει μια πρόθεση για την αλήθεια». Βλ. και: Από την πρόσφατη ελληνική σκέψη, Αθήνα, «Παπαζήσης» 2019, 95,290.
* Ο Π. Νούτσος είναι ομότιμος
καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής
Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων. Το άρθρο δημοσιεύτηκε
στην Εφημερίδα των Συντακτών
το Σάββατο 7 Αυγούστου 2021
και αναδημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα
Related Posts
-
-
17 Νοεμβρίου 2023 Από το «ντόμινο της κατάρρευσης» στο ΕΣΥ που μας αξίζει
-
-
-
12 Απριλίου 2023 Πώς θα πάμε από την κλιματική αλλαγή στην αλλαγή για το κλίμα;
-
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.623)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(504)
- Ελλάδα(127)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.197)
- Εκδηλώσεις(1.573)
- Ήπειρος(1.962)
- Αθλητικά(2.932)
Αρθρογραφία
Είσοδος