Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025 04:50
Τελευταία Ενημέρωση: 31 Δεκεμβρίου 2024
Επικαιρότητα

ΓΙΑΝΝΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ – Πρωτοχρονιά 195…, μία ημέρα αλλιώτικη

Off

Πρωτοχρονιά! Κρουστάλλωσε το νερό της βρύσης του Κάστρο, της βρύσης στον Άγιο Νικόλαο αγοράς, στην Σιαράβα… Στα τσίγκια τα χιόνια έφκιασαν παγωμένα μαντζούνια που κρέμονταν, με περίτεχνους σχηματισμούς.

Στα δέντρα τα κλαριά ήταν γεμάτα κρούσταλλα. Οι δρόμοι σκεπασμένοι με χιόνι και παγωμένα τα μέρη όπου θα παίζαμε γλίστρες.

Μπήκα στο εστιατόριο «Ήβη», στο Κουρμανιό, να πάρω τα χρήματα για τις εφημερίδες που είχα αφήσει χαράματα.

Ο μαστρο-Γιάννης με φώναξε. Ήταν μαζεμένοι, σε ενωμένα τραπέζια καμιά τριανταριά και, άτομα! Κάποια από αυτά δούλευαν κοντά του, είχαν και την οικογένειά τους. Υπήρχαν και άλλα. Εντύπωση μου έκανε το ότι ανάμεσά τους ήταν και μοναχικά άτομα, όπως ο Ντάγκα-ντάγκας, η Ξανθή, ο Γιάννης, ο Κώστας ο καροτσέρης,…

Στους δρόμους των Γιαννίνων και ιδιαίτερα στο Κάστρο, το Κουρμανιό, το Μώλο,  τη Σιαράβα, την αγορά, όλοι ήμασταν γνωστοί μεταξύ μας κι όλοι ξέραμε για τον καθένα πιο πολλά απ’ ό,τι για τον εαυτό μας.

Η φτώχεια μας είχε συνηθίσει σε μια ζωή όλο ανάγκες, που τις καλύπταμε με πρωτόγονους τρόπους.     

-Έλα εδώ, κάτσε εκεί, μου έδειξε τη θέση. Θα φας. Θα περάσουμε αρχοντικά.

-Να πάω να μαζέψω τα χρήματα από τις εφημερίδες που έδωσα, χαράματα και μετά…

– Να πας. Μα θα ’ρθεις, οπωσδήποτε, όσο γρηγορότερα μπορείς.

Τα πιο πολλά, από τα λίγα μαγαζιά στα οποία έδινα εφημερίδες, ήταν κλειστά. Έτσι ήμουνα στη θέση που μου είχε δείξει, σε είκοσι λεπτά.    

Είχαν αρχίσει με πατσά. Έπειτα πράσα με χοιρινό, τυρί, τυρόπιτα σαλάτα, γαλοτύρι… Το κρασί από τον Μουλαρά ήταν πολύ ωραίο και άφθονο.

Ο μαστρο-Γιάννης κάθε λίγο ήταν όρθιος, να καλαμπουρίζει, να τσουγκρίζει, να προσέχει τον καθένα.

Την ώρα που τρώγαμε ήρθαν ο Χρήστος Βαρλαμίτης με δυο φίλους του, ο Γιώργος Γάκης, ο Γιώργος Τσεκούρας και ο Κίτσος με το μπουζούκι του.   

Πρώτος τραγούδησε ο Χρήστος. Πολύ μου άρεσαν τα τραγούδια του: «Ο μπογιατζής» και το «Ο κατάδικος». Έπειτα οι δυο Γιώργηδες, είπαν θαυμάσια νοσταλγικά τραγούδια, πολύ ωραίες φωνές. Όλοι σιγοτραγουδούσαν, ακόμη και όσοι δεν ήταν στη μεγάλη παρέα μας.

Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα στους τραγουδιστές. Μάτια που στραφτάλιζαν σαν χρυσές δροσοσταλίδες σε ροζ τριαντάφυλλα.

Μετά πήρε σειρά ο Κίτσος με το μπουζούκι του. Ο χώρος γέμισε χορευτές.   

Κάποιοι έβγαλαν τα παπούτσια τους και σε δυο φάνηκαν οι «πατάτες» των ποδιών τους.

Γελαστά πρόσωπα, χαρούμενες καρδιές. Τους έβλεπα και χαιρόμουν.

Μεγάλοι και μικροί μια όμορφη παρέα. Τραγουδούσαν, χόρευαν, έλεγαν αστεία, μικροί μεγάλοι. Πείραζαν ο ένας τον άλλο. Τσούγκριζαν τα ποτήρια τους, αγκαλιάζονταν. Έδειχναν την αγάπη τους, τη χαρά τους, τις ομορφιές που είχαν στις καρδιές τους.  Όμορφοι άνθρωποι. Παρέκει απ’ την ομορφιά τι άλλο;

Έβλεπες χαρούμενα πρόσωπα, χέρια να γίνονται φτερά. Μα σαν χορεύει η καρδιά, πετά και τα πόδια ακολουθούν τα βήματά της. Η ευτυχία έγινε συνοδοιπόρος μας.

Οι καημοί κι οι κουρνιασμένες λαχτάρες ξεχύθηκαν στο τραγούδι, στο χορό. Βούρκωσαν μάτια.

Ο μαστρο-Γιάννης χαμογελαστός, ευγενικός, χαριτολογούσε με όλους πίνοντας μ’ ένα ποτήρι με κρασί, στο χέρι του.

Η κυρά του φρόντιζε για τα φαγητά, δεν έμεινε ούτε λίγδα στα πιάτα.

Τα παιδιά του χόρευαν με τ’ άλλα.

Με έβαλε να χορέψω πρώτος στα χασαποσέρβικα που έπαιζε και τραγουδούσε ο Κίτσος.

Μετά πάλι οι τραγουδιστές και με τη σειρά του ο Κίτσος.

Στ’ αυτιά μου έχω τα τραγούδια, του Λάκη Κέκεση, που είπαν. Πιο πολύ το «ψέματα-ψέματα φταίω ’γω που σ’ έμαθα…». Αυτό έγινε τέσσερις φορές!

Σαν έφυγαν οι τενόροι και ο Κίτσος, ο μαστρο-Γιάννης τους μοίρασε φασόλια και έπαιξαν, με τρεις τράπουλες, τριάντα μία. Αυτός έπαιζε μάνα και οι άλλοι πόνταραν. Πέρασε μιάμιση ώρα περίπου. Σταμάτησε το χαρτοπαίγνιο. Για κάθε φασόλι που κρατούσαν τους έδωσε από μισή δραχμή. Σε όσους τα είχαν χάσει, έδωσε από ένα τάλιρο.

Στα παιδιά έδωσε από ένα τάλιρο, από μια πάνινη σακούλα με σταφίδες και αφράτα στραγάλια και μια μικρή χάρτινη με ζαχαρωτά.

Έπιναν κρασί και τραγουδούσαν όταν ήρθε η μπακλαΐ φτιαγμένη με πέτρα, σε τάβλα με το πλαστήρι. Τα παιδιά πήραν και δεύτερο κομμάτι. Τρίτο αν μας έδιναν, θα το τρώγαμε με λαιμαργία. Γλύψαμε τα πιάτα και τα χείλη μας.

Είπαμε τα κάλαντα: «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία…».

Τα είπαμε και δακρύσαμε αγκαλιάζοντας τον μαστρο-Γιάννη.

Κάποιοι ακούνε τα κάλαντα αδιάφορα, μα κάποιοι άλλοι τ’ ακούν και τα ζουν.

Μια ώρα πριν θαμπώσει χωρίσαμε με ευχές. Μου άρεσε η ευχή: «Χρόνια πολλά συνάνθρωπε και πάντα τέτοιες χαρές».

Στους δρόμους φυσούσε παγωμένο αεράκι, μα πολλές καρδιές ήταν ζεστές.

Ωκεανός ο χρόνος. Κάποιοι δεν έχουν λιμάνι, άγκυρα, πυξίδα, χάρτη, τιμόνι, ενώ άλλοι φροντίζουν να τα έχουν όλα.

Ο μάγειρας του εστιατόριου, μου έδωσε ένα δέμα με φαγητά για το σπίτι μου. Σίγουρα ο μαστρο-Γιάννης το ’κανε, βγαλμένο απ’ τον ψυχικό του ανθόκηπο!

Τα πόδια μου μούδιασαν, κάτι κέντησε το στήθος μου. Πόσα ευχαριστώ να πεις;

Παλμός και ανάσα κάποιοι, κάποτε, μα και τώρα!

Βιώματα, εμπειρίες, περιπέτειες, όμορφες ώρες, ωραίες αξέχαστες μέρες, πάντα θα υπάρχουν, όσο υπάρχουν γλυκές καρδιές! Ο χρόνος δε μπορεί ν’ αγγίξει τις μνήμες.

Όσοι έχουν τα πολλά, καλά κάνουν και τα έχουν. Καλά θα ήταν οι πολλοί με τα λίγα, να ’χουν πιο πολλά και ας είχαν οι λίγοι λίγο λιγότερα.

Η μέρα αυτή της πρωτοχρονιάς, ήταν κάτι αλλιώτικο, πραγματικά αλλιώτικο από φαΐ και ρούχα.

Όλοι έχουμε φίλους που μας αγαπούν . Όμως άνθρωποι σαν το μασρο-Γιάννη είναι δύσκολο να ματαγυρίσουν στον τόπο μας, στη ζήση μας!

Δεν υπάρχει πιο όμορφο από το: Οι άνθρωποι να μένουν άνθρωποι και  θαυμάσιο να μένεις χαρούμενος άνθρωπος!

Καλή χρονιά συνάνθρωπέ μου με υγείες, πολλές χαρές και μ’ ό,τι αγαπά η καρδιά σου.

Ιανουάριος 2025

Είσοδος

Χρησιμες Συνδέσεις