Η Τουρκία έχει χαρακτηριστεί από τους ιστορικούς ως «επιτήδειος ουδέτερος» και ως «απαθής θεατής» των μεγάλων συγκρούσεων που συντελέστηκαν στην Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή. Η απάθεια αυτή κορυφώθηκε κατά την περίοδο που ο Άξονας χτυπούσε την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία.
Το 1930 μια σειρά συμφωνιών μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Κεμάλ Ατατούρκ θεμελίωσαν τη φιλία και τη συνεργασία μεταξύ των δύο λαών, που αποτέλεσαν και τη βάση της εξωτερικής πολιτικής των δύο χωρών, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το 1938, με τη συνθήκη που υπέγραψαν οι Ι. Μεταξάς, Τζελάλ Μπαγιάρ και Ρουσδή Αράς. Η συνθήκη αυτή προέβλεπε ότι αν μια Τρίτη δύναμη ενεργούσε εχθρικά εναντίον μιας των συμβαλλομένων χωρών, οι δύο κυβερνήσεις θα συνεννοούντο για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Η Τουρκία απέφυγε να υλοποιήσει αυτή την προωθημένη συμφωνία με την Ελλάδα σε συγκεκριμένη στρατιωτική συνθήκη συμμαχίας.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία είχε αναλάβει την υποχρέωση απέναντι σε εξωβαλκανικές δυνάμεις, όπως η Γαλλία και η Αγγλία για αμοιβαία βοήθεια με όλα τα μέσα σε περίπτωση που οι δύο αυτές δυνάμεις εμπλέκονταν σε πόλεμο στη Μεσόγειο, ενώ τον Μάϊο του 1939 οι τρεις αυτές κυβερνήσεις υπογράφουν τριμερή συμμαχία. Στη συμφωνία αυτή συνάπτεται και Πρωτόκολλο που προέβλεπε ότι «οι υποχρεώσεις της Τουρκίας δεν μπορούν να την οδηγήσουν σε ένοπλη ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση». Αυτή την επιφύλαξη θα χρησιμοποιήσει η Τουρκία για πρόσχημα για να μην εκπληρώσει αργότερα τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Αγγλία και τη Γαλλία.
Στο διάστημα που μεσολάβησε η Γαλλία παραχωρεί στην Τουρκία την οριστική προσάρτηση της Αλεξανδρέτας και πιστώσεις, ενώ η Αγγλία παραχωρεί στην Τουρκία μεγάλα δάνεια, στρατιωτική βοήθεια και βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Ακόμη και στις παραμονές της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα, οι Άγγλοι ενισχύουν περισσότερο την Τουρκία που την χαρακτηρίζουν «ακρογωνιαίο λίθο» της πολιτικής τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Επί πλέον και μετά την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα η Αγγλία ανέχεται το ρόλο του ουδέτερου και εξακολουθεί να ενισχύει την Τουρκία.
Όταν διαγράφεται έντονα ο κίνδυνος της γερμανικής καθόδου στα Βαλκάνια, η Αγγλία προσπαθεί να πείσει την Άγκυρα να συμπαραταχθεί ο τουρκικός στρατός με τον ελληνικό και τον γιουγκοσλαβικό στρατό, καθώς και με τις δυνάμεις της Βρετανικής αυτοκρατορίας για να δημιουργηθεί μια υπολογίσιμη αμυντική γραμμή.
Στις 24 Φεβρουαρίου 1941 το Πολεμικό Συμβούλιο του Λονδίνου αποφασίζει να σταλεί βοήθεια στην Ελλάδα για να αποκρούσει τη γερμανική επίθεση, αφού προηγουμένως, στις 14 Φεβρουαρίου 1941 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρούσβελτ είχε στείλει προσωπικά μηνύματα στον Τούρκο πρωθυπουργό και στον αντιβασιλιά της Γιουγκοσλαβίας. Στη συνέχεια οι Ήντεν και Ντηλ επισκέφθηκαν τον Τούρκο Πρόεδρο Ινονού και τους δηλώθηκε εκ μέρους του ότι η Τουρκία δεν θα έπαιρνε μέρος στον πόλεμο αν δεν δεχόταν η ίδια επίθεση.
Λίγε ημέρες αργότερα ο ΄Ηντεν τηλεγραφούσε από το Κάϊρο στον Άγγλο πρεσβευτή στην Άγκυρα και του γνωστοποιούσε την πικρία των Ελλήνων για τη στάση της Τουρκίας, γράφοντας μεταξύ των άλλων, «…Οι Έλληνες δοκιμάζουν μεγάλην πικρίαν διαπιστούντες ήδη πως αν η Ελλάς υποστεί επίθεσιν, η Τουρκία ενδεχομένως τελικώς να μη θεωρήση ταύτην ως «περίπτωσιν πολέμου» παρά τας προηγουμένας της υποχρεώσεις… Ο Τούρκος πρεσβευτής δεν ήτο εις θέσιν να παράσχη κάποιαν ανακούφισιν εις τους Έλληνας και μολονότι επράξαμεν παν το δυνατόν, ευρέθημεν εις πολύ ανίσχυρον θέσιν να ενεργήσωμεν με οιανδήποτε πραγματικήν ελπίδα επιτυχίας…».
Τα γερμανοτουρκικά συμφέροντα επέβαλαν μια στενή συνεργασία και δεν υπήρχαν εδαφικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών και γι’ αυτό στις 4 Μαρτίου ο Χίτλερ έστειλε επιστολή στον Γερμανό πρεσβευτή στην Άγκυρα και διεμήνυε ότι η Γερμανία δεν θα έκανε τίποτε εναντίον της Τουρκίας αν οι Τούρκοι δεν ενεργούσαν εναντίον των γερμανικών συμφερόντων. Το γράμμα του Χίτλερ ενίσχυσε την απόφαση που είχε πάρει ήδη η τουρκική ηγεσία να αθετήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Αγγλία και να μείνει ουδέτερη, ενώ η χιτλερική ύαινα θα κατακρεουργούσε τη σύμμαχό της Ελλάδα. Η δικαιολογία των Τούρκων εστιάζονταν στην υποψία ότι ταυτόχρονα με την γερμανική επίθεση θα δεχόταν και επίθεση από τη Σοβιετική Ένωση, παρά το γεγονός ότι η Μόσχα ενθάρρυνε με συγκεκριμένες εκδηλώσεις και διακηρύξεις την αντίσταση κατά της καθόδου των Γερμανών στα Βαλκάνια.
Οι φόβοι αυτοί της Τουρκίας ήταν αβάσιμοι γιατί ο Σοβιετικός Υπουργός εξωτερικών Μολότωφ ανακοίνωνε ότι «… εάν η Τουρκία υφίστατο πράγματι επίθεσιν υπό μέρους οιασδήποτε ξένης δυνάμεως και υποχρεούτο, με τα όπλα ανά χείρας, να υπερασπισθή του απαραβιάστου του εδάφους της, τότε, η Τουρκία, στηριζομένη επί του υφισταμένου μεταξύ αυτής και της ΕΣΣΔ συμφώνου περί μη επιθέσεως, δύναται να υπολογίζη επί της πλήρους κατανοήσεως και ουδετερότητος της Σοβιετικής Κυβερνήσεως».
Οι θέσεις αυτές της Μόσχας έγιναν γνωστές στον Τούρκο πρεσβευτή στη Μόσχα, αλλά ο Ινονού και η τουρκική κυβέρνηση είχαν ήδη πάρει τις αποφάσεις τους, να μείνουν δηλαδή ουδέτεροι στον πόλεμο.
Από την άλλη πλευρά η στάση του αντιβασιλιά Παύλου της Ελλάδας και της κυβέρνησής του δεν ήταν λιγότερο απογοητευτική για τους Άγγλους και για την Ελλάδα.
(Οι παραπομπές αναφέρονται στα αρχεία του Φόρεϊν Όφφις που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Το Βήμα τον Ιανουάριο του 1972).
Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΦΑΡΜΑΚΗ
Κατηγορίες
- Επικαιρότητα(19.472)
- Πολιτικό Ρεπορτάζ(500)
- Ελλάδα(127)
- Οικονομία(1)
- Πολιτισμός(4.172)
- Εκδηλώσεις(1.556)
- Ήπειρος(1.961)
- Αθλητικά(2.905)
Αρθρογραφία
Είσοδος